Ο λαός λέει: “ Χριστούγεννα στην πόλη και Πάσχα
στο χωριό”, διότι τον χειμώνα -που κάνει κρύο, βρέχει, χιονίζει και
νυχτώνει νωρίς- ο άνθρωπος ζητάει την
ζεστασιά του σπιτιού του και τα φώτα των δρόμων και των πλατειών και αυτά
παλαιότερα τα εύρισκε μόνον στις πόλεις. Απ' εναντίας, τις ημέρες του Πάσχα
-που εορτάζεται την άνοιξη, τότε που μεγαλώνει η μέρα και ανοίγουν τα άνθη στα
δένδρα και στα φυτά- ο άνθρωπος χαίρεται
να βρίσκεται στα χωριά, δηλαδή κοντά στην φύση.
Επειδή όμως η πραγματική χαρά του
ανθρώπου -η χαρά της ψυχής του- δεν
προέρχεται από το ψηλότερο χριστουγεννιάτικο δένδρο στον κόσμο, ούτε με τα πολλά λαμπιόνια και
τα ακριβά δώρα, αλλά από την αγάπη που
δίνει και παίρνει από τον συνάνθρωπό του, ας θυμηθούμε μια παλιά Πρωτοχρονιά.
Τότε που για χριστουγεννιάτικο δένδρο χρησιμοποιούσαμε ένα κλώνο από κυπαρίσσι και για
μπάλες σε αυτό ντύναμε με τα αλουμινόχαρτα- που τα παίρναμε από τα άδεια κουτιά
των τσιγάρων “Καρέλιας”- τα κυπαρισσόμηλά του.
Ήταν η Πρωτοχρονιά
μιας Παπουλαίικης οικογένειας, που δεν κατοικούσε στο χωριό, αλλά στην ευρύτερη
περιοχή των Παπουλίων. Της οικογένειας του Γιάννη Πολυχρονόπουλου, που
έφτιαξε το σπίτι του και έζησε σχεδόν μέχρι το τέλος της ζωής του στο χωράφι
του, στην περιοχή των Ταβλάδων.
Σπάνια οι συγχωριανοί του αναφέρονταν σ’ αυτόν με το
επώνυμό του, ήταν για όλους ο Γιάννης ο Μαντάρας.
Νομίζω
ότι την χαρά της Πρωτοχρονιάς εκείνης και την προσωπικότητά του μπάρμπα
Γιάννη σκιαγραφεί ένα κείμενο, που μου
παραχώρησε ο Νικόλαος Παν. Λεβέντης και στο οποίο καταγράφει, για τις
προσωπικές του σημειώσεις, μια συζήτηση–αφήγηση που είχε με μαθητές του.
Το κείμενο παρατίθεται εδώ όπως δημοσιεύτηκε στο
βιβλίο της γράφουσας, “ΠΑΠΟΥΛΙΑ. Η ιστορία ενός
μικρού χωριού, Αθήνα, έκδοση 2007” .
«Κύριε μην
κάνουμε μάθημα σήμερα, κανείς μας δεν έχει όρεξη!
Παραμονές Χριστουγέννων του 2004. Τελευταία ημέρα και τελευταία ώρα
μαθήματος πριν από τις διακοπές. Τα
παιδιά σε υπερένταση από την προσπάθεια των μηνών που προηγήθηκαν και την
αναμονή των διακοπών που άρχιζαν μετά από 45 λεπτά, έψαχναν τρόπο να
ξεστρατίσουν το μάθημα. Κανείς δεν είχε όρεξη –ούτε κι εγώ- για συναρτήσεις και
ολοκληρώματα.
Προσπάθησα να κάνω τον αυστηρό λέγοντας κάτι περί του στόχου των
εξετάσεων και του χρόνου που πρέπει να τον εκμεταλλευτούμε, αλλά κανείς δεν
ήθελε να ακούσει για μάθημα.
-
Ελάτε
κύριε, εσείς δεν μας έχετε πει ποτέ κανένα ανέκδοτο.
-
Πέστε μας
καμιά ιστορία από το στρατό.
-
Πέστε μας
πως περνούσατε τα Χριστούγεννα όταν ήσαστε παιδί.
Στο τελευταίο οι αντιστάσεις μου εξανεμίστηκαν.
-
Εντάξει θα
σας πω μια ιστορία από τα παιδικά μου χρόνια όταν ήμουν 10 ή 11 χρόνων. Και
άρχισα την ιστορία όπως τη θυμόμουν.
Παραμονή Πρωτοχρονιάς και ο πατέρας μου είπε, εκεί που καθόμασταν κοντά
στο τζάκι το βράδυ, να πάω νωρίς για ύπνο γιατί θα με ξύπναγε νύχτα για να πάμε
κάπου. Τον ρώτησα που θα πάμε, αλλά δεν μου είπε. Συχνά περιέβαλλε με μυστήριο
κάποια πράγματα για να μου εξάπτει τη φαντασία και να μου κινεί το ενδιαφέρον
και του χρωστάω πάρα πολλά από όσα έμαθα κοντά του εξαιτίας αυτού του μυστηρίου.
Με ξύπνησε πριν ακόμα φέξει. Εκείνος ήταν ήδη έτοιμος και είχε ανάψει
τη φωτιά για να ζεσταθούμε λίγο πριν φύγουμε, γιατί έξω το κρύο ήταν άγριο.
Δίπλα στο τζάκι ήταν ένα μεγάλο καλαμένιο καλάθι και το περιεχόμενό του το
έκρυβε ένα πανί, μάλλον κάποια από εκείνες τις καρό πετσέτες που είχε η μητέρα
μου στην κουζίνα.
Μετά από λίγο ξεκινήσαμε, μπροστά ο πατέρας μου φορτωμένος το καλάθι
και πίσω του εγώ. Πήραμε το γνώριμο ανηφορικό δρόμο που πάει στα χωράφια και
ύστερα από λίγο κατηφορίσαμε προς το ποταμάκι του Παλιόλαζου. Ο παγωμένος
βοριάς που μας χτυπούσε στο πρόσωπο κόπασε κάπως, αλλά συνέχιζε πιο έντονα
εκείνο το χράτς –χρούτς που ακουγόταν σε κάθε βήμα μας από τον ασπρόπαγο που
έσπαγε κάτω από το βάρος μας.
Όταν φτάσαμε στο ποτάμι αφήσαμε το χωματόδρομο και πήραμε ένα μονοπάτι
μέσα στο λόγγο, που αν δεν το ήξερες δεν φανταζόσουν ότι υπάρχει καθώς το
σκέπαζαν τα ρείκια και οι κουμαριές. Στο μεταξύ είχε αρχίσει να χαράζει.
Ανηφορίσαμε ξανά στο μονοπάτι κι ύστερα από λίγο βγήκαμε στο ξέφωτο, όπου μας υποδέχτηκαν
τα γαβγίσματα δυο σκύλων και μια φωνή που προσπαθούσε να τα ηρεμήσει.
-
Κουμπάρε
Γιάννη καλή χρονιά! ο Πάνος είμαι, φώναξε ο πατέρας μου.
Σε λίγο φανερώθηκε μπροστά μας.
Ήταν ένας ιδιόρρυθμος
άνθρωπος. Το σπίτι του δεν ήταν μέσα στο χωριό αλλά μακριά από αυτό, στα
χωράφια. Και δεν ήταν όπως τα συνηθισμένα σπίτια αλλά, καθώς το χωράφι ήταν σε
πλαγιά, το μισό είχε σχηματιστεί μέσα στο χώμα, όπου είχε σκάψει και το άλλο
μισό ήταν χτισμένο με τοίχους κανονικούς από πέτρα, όπως ήταν συνηθισμένο εκείνα
τα χρόνια.
Ζούσε εκεί με τη γυναίκα
του και δεν ερχόταν συχνά στο χωριό και όταν ερχόταν τις πιο πολλές φορές
γύριζε στο σπίτι του πιωμένος γιατί του άρεσε το κρασί και έσμιγε με παρέες που
πίνανε καθώς όλοι τον αγαπούσαν γιατί ήταν άνθρωπος καλόκαρδος και ποτέ δεν
πείραξε κανένα.
Ήταν
ο μπάρμπα Γιάννης ο Μαντάρας.
Δεν
ήταν αυτό το επώνυμό του αλλά όλοι τον φώναζαν έτσι και δεν τον πείραζε ποτέ,
ίσως και να του άρεσε κιόλας.
Έλεγαν διάφορες ιστορίες γι’
αυτόν. Έλεγαν ότι είχε ζήσει στην προπολεμική Αθήνα με τους
κουτσαβάκηδες, ότι κάπνιζε χασίς –τον είχα ακούσει κι εγώ να μιλάει γι’ αυτό
κάποτε στο σπίτι μας όταν διηγείτο στον
πατέρα μου πως δεν το βρήκαν στην τσέπη του που το είχε, όταν κάποτε τον έβαλαν
λίγες μέρες στη φυλακή για εξύβριση ενός παπά. Μιλούσαν για τα εξώγαμα παιδιά
που απόχτησε με τις χήρες του χωριού, δεν είχε όμως κανένα παιδί με τη γυναίκα
του. Κάποτε ζούσε μαζί τους ένα παιδί –συγγενών τους μάλλον- αλλά αργότερα
έφυγε ή επέστρεψε στους γονείς του, δεν ξέρω.
Ήταν ένας μάγκας της εποχής του, ένας απροσάρμοστος ίσως, ένας
αναρχικός θα έλεγα, που δεν πείραξε ποτέ κανένα εκτός ίσως με κάποια λόγια
όποτε ήταν μεθυσμένος.
Ζούσε με τα πενιχρά εισοδήματα που έπαιρνε από τα χωράφια του, έστηνε
παράνομες παγίδες – θηλιές για να πιάνει λαγούς και τσίχλες, κάποτε
αποπειράθηκε να κάνει και το σουβλατζή στο πανηγύρι του χωριού, με την
αναμενόμενη κατάληξη όταν ήπιε κάμποσα ποτήρια.
Δεν είδα από τότε μεγαλύτερη χαρά σε μάτια ανθρώπου, από αυτή που είδα
στα δικά του μάτια όταν μας είδε να ξεπροβάλλουμε μέσα από το λόγγο. Τον πήραν τα δάκρυα και μας αγκάλιασε και μας
φιλούσε. Έλεγε στον πατέρα μου ότι είναι ο Άϊ Βασίλης, έλεγε, έλεγε, διάφορα
που δεν καταλάβαινα.
Μας πήρε μέσα στο σπίτι κοντά στη φωτιά που κάθονταν με τη γριά του κι
έφτιαξε καφέ στον πατέρα μου και ζεστό τσάϊ για μένα. Μου γέμισε τις τσέπες
καρύδια και μύγδαλα και μαζί κάποιο
νόμισμα αν και δεν του είπα τα κάλαντα.
Μιλούσαν για διάφορα με τον πατέρα μου, συγκράτησα αυτά που θυμήθηκαν
από τον πόλεμο στην Αλβανία όταν μοιράζονταν το ίδιο σκηνάκι για κάποιο
διάστημα. Κάθε τόσο σταμάταγε την κουβέντα απότομα για να ξαναμιλήσει για τη
χαρά του και τον “Αϊ- Βασίλη” πατέρα μου.
Άνοιξε το καλάθι κι έβγαλε από μέσα τις πατάτες μια δυο μυζήθρες και
λίγο τυρί που είχε βάλει η μητέρα μου και κάτι τραχανάδες και χυλοπίτες που
ήταν το πεσκέσι μας, δεν είχαμε κι εμείς τίποτα πιο σπουδαίο να του πάμε.
Ύστερα από δυο-τρεις ώρες σηκωθήκαμε να φύγουμε. Μας ξεπροβόδισε με
ευχαριστίες και ευχές που τις ακούγαμε και μετά που χωθήκαμε μέσα στο λόγγο
παίρνοντας το μονοπάτι της επιστροφής.
- Αυτή παιδιά ήταν για μένα η καλύτερη
Πρωτοχρονιά της ζωής μου.
Τα παιδιά έμειναν σιωπηλά για λίγο, ευτυχώς έσπασε τη σιωπή το κουδούνι
για να σχολάσουμε.
- Κύριε καλές γιορτές ακούστηκαν οι φωνές τους
και σκόρπισαν στο διάδρομο».
Kαλή χρονιά
Κωνσταντίνα Παν. Λεβέντη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου