ΚΑΛΩΣ ΗΛΘΑΤΕ ΣΤΗΝ ΙΣΤΟΣΕΛΙΔΑ ΜΑΣ

Τετάρτη 13 Μαρτίου 2013

ΠΩΣ ΔΗΜΙΟΥΡΓΗΘΗΚΕ ΤΟ ΧΩΡΙΟ ΜΑΣ - Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ


ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4ο
                                             ΠΑΠΟΥΛΙΑ (ΑΝΩ ΠΑΠΟΥΛΙ)
Το σημερινό χωριό Παπούλια είναι το δεύτερο από τα δύο χωριά με το όνομα αυτό.  
Στις παλαιότερες γραπτές αναφορές εμφανίζεται ως Άνω Παπούλι / Άνω Παπούλια. Μετά την διάλυση του χωριού  Κάτω Παπούλι, από το οποίο απείχε γύρω στα 800 μέτρα,  έμεινε ως Παπούλια.
Γραπτά στοιχεία για την ύπαρξή του, υπάρχουν από το 1689 όπως θα αναφερθεί στη συνέχεια.
Το όνομά του, όπως και του άλλου χωριού, πρέπει να προήλθε από το όσπριο παπούλι, φυτό άγνωστο στους περισσότερους σήμερα, που όμως εκαλλιεργείτο επί τουρκοκρατίας στη Μεσσηνία. ( Περί του ονόματος  του χωριού αλλά και του οσπρίου, όπως μου το περιέγραψε ο Μεσσήνιος συγγραφέας κ. Νίκος Πασαγιώτης, έγινε εκτενής αναφορά στο 2ο κεφάλαιο).
Όπως το Κάτω, έτσι και το Άνω Παπούλι, δημιουργήθηκε από ανεβοκατεβάτες, παραχειμάζοντες βοσκούς της ορεινής Αρκαδίας και συγκεκριμένα  Αρκουδορεματίτες.          Περί της δημιουργίας του έχουν φτάσει έως σήμερα ιστορίες από στόμα σε στόμα.
 Κατά διήγηση του αποβιώσαντος προ πολλών ετών, Κων/νου Σωτηρ. Πολυχρονόπουλου (Φρακάρα) στον Νικόλαο Παν. Λεβέντη, το χωριό κτίστηκε από τον Πανταζή Πανταζόπουλο, ο οποίος ήταν αρχηγός οικογένειας που ήρθε από το Αρκουδόρεμα της Αρκαδίας πριν από την επανάσταση του 1821. Ο αφηγητής έλεγε ότι το σπίτι που κατοικούσε ήταν το πρώτο που κτίστηκε στο χωριό, ότι είχε καεί από τους Άραβες και Αιγυπτίους του Ιμπραήμ και είχε επισκευαστεί αργότερα. Ότι στη φθαρμένη από τα ακονίσματα πέτρα που βρισκόταν στη βάση της πόρτας στη βόρεια,(πίσω), πλευρά του σπιτιού, ακόνιζε το σπαθί και το ξίφος του κατά την περίοδο της επανάστασης του 1821 ο οπλαρχηγός Πολυχρόνης Πανταζόπουλος που φονεύτηκε μαζί με τον Παπαφλέσσα στη μάχη της 20ης Μαΐου 1825 στο Μανιάκι. Ότι οι Πολυχρονοπουλαίοι είναι απόγονοι του Πολυχρόνη Πανταζόπουλου από το μικρό όνομα του οποίου, (Πολυχρόνης),  απέκτησαν το επώνυμό τους και κατά συνέπεια είναι κλάδος της οικογένειας των Πανταζοπουλαίων. Το σπίτι που προαναφέρθηκε υπάρχει και σήμερα, έχει ανακαινισθεί και βρίσκεται στη βόρεια πλευρά της μικρής πλατείας του χωριού.  Έλεγε επίσης ότι κατά τους χρόνους της τουρκοκρατίας και της επανάστασης ο Πανταζής Πανταζόπουλος είχε μεγάλα κοπάδια αιγοπροβάτων και βοοειδών και πως, όταν αποβιβάστηκε στην Μεθώνη ο Ιμπραήμ, αναγκάστηκε να φύγει προς τα ενδότερα της Πελοποννήσου στην Αρκαδία. Ο μεγαλύτερος γυιός του, ο Νέτζιος ανέλαβε να μετακινήσει προς την ίδια περιοχή τα κοπάδια τους. Κατά την πορεία του προς την Αρκαδία στη θέση “του φονιά ο κάμπος” του επετέθη έφιππος Άραβας του Ιμπραήμ τον οποίο σκότωσε ο Νέτζιος μετά από σκληρή μάχη και ανενόχλητος πλέον έφτασε μέσω των χωριών Στέρνας και Λοΐ στους δικούς του στο Δερβένι κοντά στον Κολοκοτρώνη και ότι ο Κολοκοτρώνης μάντεψε στο όστρακο ενός κάβουρα ότι είχαν αποκλεισθεί από τους Τούρκους και μόνον μια δίοδος είχε απομείνει, από την οποία κατάφεραν να διαφύγουν προς βορρά και να σωθούν. Εδώ πρέπει να επισημάνουμε ότι κατά την απόβαση του Ιμπραήμ στην Πελοπόννησο και συγκεκριμένα στη Μεσσηνία, ήτοι από 24 Φεβρουαρίου έως 23 Μαΐου του 1825, ο Κολοκοτρώνης ήταν φυλακισμένος στην Ύδρα. Προφανώς αυτά που εξιστόρησε ο αφηγητής συνέβησαν αργότερα, κατά τις χερσαίες επιχειρήσεις του Ιμπραήμ και αφού είχε ελευθερωθεί ο Κολοκοτρώνης οπόταν και ανέλαβε δράση εναντίον του.
Ο Παναγιώτης Αθανασίου Πανταζόπουλος, 99 ετών σήμερα, αναφέρει στα ονόματα των προγόνων του, όνομα  Πανταζή, με αδελφούς αυτού, τους Χρήστο, Πολυχρόνη, Γιάννη, Σταύρο και πέντε κορίτσια. Ότι κατάγονται από το Αρκουδόρεμα και πριν ονομάζονταν Ασίκηδες. Κρίνοντας από τα ονόματα Πανταζής και Πολυχρόνης, τα οποία, παρ΄ ότι  δεν είναι πολύ συνηθισμένα, υπάρχουν στους προγόνους και των δύο αφηγητών, μάλλον οι ανωτέρω προέρχονται από την ίδια οικογενειακή ρίζα ( σόι).
Ο Μεσσήνιος συγγραφέας κ. Νίκος Πασαγιώτης στο βιβλίο του  «Ανεβοκατεβάτες» Αθήνα 2001, αναφέρει και τα εξής σύμφωνα με αφήγηση του Θανάση Δ. Πανταζόπουλου  από τα Λυκίσια προς αυτόν (συγγραφέα): Οι Πανταζοπουλαίοι  κυνηγημένοι από τους Τούρκους επειδή είχαν λάβει μέρος εναντίον τους (στο πλευρό των Κολοκοτρωναίων) το 1770  κατά τα Ορλωφικά, έφυγαν από τα χωριά Αρκουδόρεμα και Καρβουνάρι και ήρθαν  στο Ριζόμυλο με  το όνομα Δημόπουλοι ή Δημαίοι. Διωκόμενοι και από εκεί διασκορπίσθησαν και έτσι βρέθηκε στα Λυκίσια ο Νίκος Πανταζόπουλος. Γυιός αυτού ήταν ο Γιάννης ή Πανταζόγιαννης. Ο Πανταζόγιαννης λέγεται πως ήταν λεβεντόκορμος, φλογερός νέος, γεμάτος ενθουσιασμό και δίψα για ελευθερία, έτσι που σήκωσε πάνω σε μια συκιά στο αλώνι του χωριού, μπαϊράκι(δηλαδή σημαία επανάστασης). Το γεγονός πληροφορήθηκε ο πασάς της Κορώνης ή κατ’ άλλους είδε με τα κιάλια από το κάστρο της Κορώνης το μπαϊράκι που σήκωσε, έδωσε εντολή τον συνέλαβαν  και απεφάσισε να τον θανατώσει. Όμως η γυναίκα του πασά που είδε την λεβεντιά του, έπεισε τον πασά να τον αφήσει ελεύθερο,  με μόνη συμφωνία να μην το ξανακάνει. Μα ο Γιάννης συνέχισε τα ίδια και ο πασάς έστειλε να τον συλλάβουν. Ο επαναστατημένος νέος πήρε την απόφαση να χτυπήσει τους Τούρκους στη θέση μπαρλόρεμα κι αυτό το γεγονός ήταν η αιτία που άφησε γυναίκα και παιδιά και ήρθε στα Παπούλια. Εδώ ξαναπαντρεύτηκε και απέκτησε πολλά παιδιά που κι αυτά διασκορπίστηκαν σε Πήδασο, Χωματάδα, Φιλιατρά, Κυπαρισσία. Η -επί τουρκοκρατίας-  χρονολογία των συμβάντων αυτών δεν αναφέρεται. Αυτά από το προαναφερόμενο βιβλίο.
 Ο Νικόλαος Κοσμά Πανταζόπουλος, απόγονος του Πανταζόγιαννη, ως  συνέχεια της ιστορίας αυτής όπως την είχε διαβάσει σε βιβλίο, διηγείται τα εξής: Ο  Πανταζόγιαννης, που ήταν ένας άνδρας σπάνιας ομορφιάς, από το γάμο του στα Παπούλια απέκτησε ένα γυιό, τον Γιώργη,( προπάππο του αφηγητή). Όμως, όσο όμορφος ήταν ο πατέρας τόσο άσχημος ήταν ο γυιός και τον φώναζαν Αχαρογιώργη. Τελικά ο Πανταζόγιαννης εγκατέλειψε  και την οικογένεια που δημιούργησε στα Παπούλια και πήγε στην Μεσσήνη. Εκεί κάποια μέρα στο παζάρι τον συνάντησε τυχαία η γυναίκα του από τα Παπούλια. Της δικαιολογήθηκε ότι εξαφανίστηκε από τον φόβο των Τούρκων και της είπε να τον περιμένει να πάει κάτι  να πάρει και θα ερχόταν να επιστρέψουν μαζί στα Παπούλια. Τον περίμενε άδικα, δεν γύρισε ποτέ.
Ο Πανταζόπουλος Ιωάννης του Γεωργίου,(ο οποίος, από την πλευρά του πατέρα του είναι απόγονος του Πανταζόγιαννη και από την πλευρά της  μητέρας του είναι απόγονος του ιερέα Λάμπρου Παπαλάμπρου από το Ρωμήρι, για τον οποίο ιερέα εγράφη ένα από τα ωραιότερα δημοτικά τραγούδια της πατρίδας μας «η Παπαλάμπραινα»), διηγείται ότι οι Πανταζοπουλαίοι  αρχικά πήγαν στο  Κάτω Παπούλι, αλλά στη συνέχεια έφυγαν από εκεί επειδή το μέρος ήταν σκιερό και ήλθαν στην τοποθεσία  όπου βρίσκεται το σημερινό χωριό, επειδή ήταν ξάγναντο και προσήλιο. Εδώ έφτιαξαν καλύβα και εγκαταστάθηκαν. Έτσι λέει ότι ξεκίνησε η δημιουργία του χωριού στο σημείο αυτό.
 Πότε ήλθε ο Πανταζόγιαννης στα Παπούλια και αν ήταν συγγενής  με τον Πανταζή Πανταζόπουλο, που φέρεται ότι ήταν ο πρώτος που εγκαταστάθηκε εδώ δεν προκύπτει με σαφήνεια. Αν κρίνουμε από τις γενιές που μεσολάβησαν από τον Πανταζόγιαννη έως τους επιζώντες σήμερα απογόνους του, αυτός πρέπει να ήλθε στα Παπούλια μετά τον Πανταζή Πανταζόπουλο.  Με δεδομένο ότι η ιστορία, όταν μεταφέρεται προφορικά,  χάνει τη συνέχειά της προς τα πίσω σε βάθος χρόνου και παρουσιάζει κενά, ελλείψεις ή ανακρίβειες δεν είναι δυνατόν να προσδιορισθεί πότε ακριβώς εγκαταστάθηκαν στα Άνω Παπούλια οι Πανταζοπουλαίοι ή Πανταζαίοι όπως αποκαλούνται. Αυτά όσον αφορά σχετικές γραπτές ή προφορικές μαρτυρίες περί της εγκατάστασής τους στα Παπούλια.
Μετά την απελευθέρωση, πιθανότατα όλο το χωριό αποτελείτο από την  οικογενειακή ρίζα των Πανταζοπουλαίων και τον κλάδος αυτής Πολυχρονοπουλαίους. Αυτό άλλαξε μετά το 1860 όταν  διαλύθηκε το Κάτω Παπούλι. Οι κάτοικοί του έφυγαν, μία ομάδα, υπό τον Παναγιώτη Λεβέντη, προς  Καραμανώλη και  η άλλη, υπό τον Αναστάσιο Λεβέντη, προς Άνω Παπούλι όπως αναφέρθηκε στο κεφάλαιο 2 και ο πληθυσμός του χωριού αυξήθηκε με τα μέλη της οικογένειας αυτής. Η οριστική εγκατάλειψη του Κάτω χωριού πρέπει να έγινε μετά το 1860 αλλά πριν το 1879 αφού στην απογραφή του έτους αυτού δεν εμφανίζεται, κατά συνέπεια τότε έγινε και η μετοικεσία.
 Ο Γεώργιος Χρήστου Λεβέντης μου έχει αφηγηθεί ότι είχε διαβάσει σε βιβλίο παμπάλαιο και φθαρμένο, πως οι Λεβενταίοι, επίσης Αρκουδορεματίτες, ήλθαν στη Μεσσηνία γύρω στο 1714 με 1724 (δεν θυμόταν την ακριβή χρονολογία). Έτσι βρέθηκαν Λεβενταίοι και στο Κάτω Παπούλι. Επισημαίνεται ότι η περίοδος που προαναφέρθηκε ως  πιθανός χρόνος μετοικεσίας των Λεβενταίων στην Μεσσηνία, (1714 ή λίγο αργότερα), είναι κοντά σε περίοδο επανάστασης των Αρκουδορεματιτών κατά των Τούρκων (1715) όπως θα αναφερθεί πιο κάτω και πιθανόν να εξαναγκάστηκαν να φύγουν για Μεσσηνία.
Τέλος, στα μητρώα αρρένων της Ζάτουνας Αρκαδίας,( χωριό κοντινό προς το Αρκουδόρεμα) τα οποία αφορούν την περίοδο από το  1839 έως 1993,(για έτη πριν το 1839 δεν ευρέθησαν και το πιθανότερο δεν υπήρχαν μητρώα), στο επώνυμο Λεβέντης εμφανίζονται γεννήσεις για όλο αυτό το διάστημα, υπάρχει δε το επώνυμο έως  και σήμερα.

ΤΟ ΑΡΚΟΥΔΟΡΕΜΑ
Ποιο ήταν όμως το Αρκουδόρεμα που προκύπτει ως τόπος καταγωγής των παλαιότερων κατοίκων και των δυο χωριών Παπουλίων;
Ήταν περίφημο στην εποχή του ιστορικό χωριό κοντά στην Πιάνα της Αρκαδίας. Απέναντι από το Αρκουδόρεμα υπήρχε το επίσης ιστορικό χωριό Λιμποβίσι.
Τα δύο χωριά που χωρίζονταν από ρέμα, ήταν στην πραγματικότητα ενιαίος κατοικημένος χώρος και είχαν κοινή τύχη.
Σε αυτά έζησαν και έδρασαν οι Κολοκοτρωναίοι των οποίων οι πρόγονοι ήρθαν από το Ρουπάκι Λεονταρίου Αρκαδίας και εγκαταστάθηκαν εδώ από το έτος 1530 επί της επαναστάσεως του Δόρια. Πρωτοστάτησαν στον αγώνα κατά των Τούρκων. Το 1715 οι Αρκουδορεματίτες αντιστάθηκαν ηρωικά κατά της οριστικής κατάληψης υπό των Τούρκων σε αντίθεση με τους άλλους Πελοποννήσιους οι οποίοι χωρίς αντίδραση υπετάγησαν σ’ αυτούς, από μίσος στους Ενετούς που κατείχαν τότε την Πελοπόννησο.
Υπήρξε σπουδαίος οικισμός κατά τον 17ο και τον 18ο αιώνα. Το 1815 είχε 500 κατοίκους, το δε Λιμποβίσι 405. Μετά την απελευθέρωση αρχίζουν και τα δύο χωριά να παρακμάζουν. Το 1844 είχε 499 κατοίκους και το Λιμποβίσι 178.  Το 1851 το Αρκουδόρεμα είχε 454 κατοίκους και το Λιμποβίσι 101. Κατά την απογραφή του 1896 το Αρκουδόρεμα είχε 35 κατοίκους και το Λιμποβίσι κανένα. Για τελευταία φορά εμφανίζεται το Αρκουδόρεμα σε απογραφή το έτος 1907 με 34 κατοίκους. Και των δύο χωριών οι κάτοικοι παραχείμαζαν στα πεδινά της Μεσσηνίας παρέμειναν δε οριστικά πλέον εκεί, αφού δεν υπήρχε ο κίνδυνος των Τούρκων μετά την απελευθέρωση. Ο Μπουγιούκος Επαμεινώνδας(1858-1953), ανεβοκατεβάτης από την Αρκαδία  στη Μεσσηνία, έλεγε, όπως είχε  ακούσει από προγενέστερους, ότι ο Κολοκοτρώνης, μετά την απελευθέρωση, προέτρεπε τον κόσμο  να κατοικήσει στα κατώμερα, εννοώντας τα πεδινά χωριά της Μεσσηνίας. Ίσως η εγκατάλειψη της κτηνοτροφίας και η μετανάστευση στην Αμερική να έπαιξαν και αυτά ρόλο στην πληθυσμιακή συρρίκνωση.  Έτσι έσβησαν και τα δύο αυτά, σημαντικά σε πληθυσμό και ιστορία, χωριά. Σήμερα διατηρούνται ευτυχώς οι εκκλησίες τους. Της Κοιμήσεως της Θεοτόκου στο Αρκουδόρεμα και του Τιμίου Προδρόμου στο Λιμποβίσι. Επί πλέον αναστυλώθηκε στο Λιμποβίσι οικία της οποίας υπήρχαν τα θεμέλια και που φέρεται ως η οικία του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη.
Τέλος αξίζει να επισημανθεί ότι: Οι εκκλησίες του Αρκουδορέματος και του Λιμποβισίου ήταν της Κοιμήσεως της Θεοτόκου και του Τιμίου Προδρόμου όπως προαναφέρθηκε. Του Άνω Παπουλίου και του Κάτω Παπουλίου ήταν επίσης της Κοιμήσεως της Θεοτόκου και του Ιωάννου Προδρόμου.  Ίσως η αφιέρωση των εκκλησιών στα ίδια ιερά Πρόσωπα, αλλά και η εγκατάσταση στο Κάτω Παπούλι, (Παπουλόρεμα -όπως έμεινε να λέγεται- κατ΄ αναλογία του Αρκουδόρεμα), να μην ήταν μια απλή σύμπτωση αλλά προσπάθεια να δημιουργήσουν παρόμοιες συνθήκες διαμονής με αυτές του τόπου απ΄ όπου ξεκίνησαν.

 

Το κεφάλαιο 4ο συνεχίζεται  

                                                                          Μάρτιος 2013
                                                        Έρευνα – κείμενο : Κωνσταντίνα Π.  Λεβέντη

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου