ΚΑΛΩΣ ΗΛΘΑΤΕ ΣΤΗΝ ΙΣΤΟΣΕΛΙΔΑ ΜΑΣ

Δευτέρα 17 Δεκεμβρίου 2012

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΧΩΡΙΟΥ ΚΑΤΩ ΠΑΠΟΥΛΙ ΚΑΙ Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ


ΚΕΦΑΛΑΙΟ  2Ο
ΧΩΡΙΟ ΚΑΤΩ ΠΑΠΟΥΛΙ ΚΑΙ ΕΚΚΛΗΣΙΑ   ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ
Το εξωκλήσι του Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου που βλέπουμε σήμερα στο Παπουλόρεμα, ήταν κάποτε εκκλησία ενός χωριού και είναι το μόνο που απέμεινε από αυτό. Το χωριό ήταν το Κάτω Παπούλι, το ένα από τα δύο Παπούλια. Το άλλο, με το όνομα Άνω Παπούλι είναι το σημερινό χωριό Παπούλια. Το Κάτω Παπούλι  πρέπει να ήταν το παλαιότερο εκ των δύο. Αυτό αναφέρουν διηγήσεις ανθρώπων όπως έφτασαν σε αυτούς από στόμα σε στόμα. Συμπεραίνεται  και από τον πληθυσμό, 25 κατοίκους είχε το Κάτω Παπούλι το 1689, ενώ το Άνω είχε μόνο 7, που δείχνει ότι αυτό,(Άνω), ήταν μάλλον χωριό υπό δημιουργία. Συμπεραίνεται, ότι το Κάτω ήταν το παλαιότερο, και από τη θέση του αν λάβουμε υπ΄ όψιν ότι ήταν σε ρέμα, κρυμμένο από τα επικίνδυνα βλέμματα των Ενετών και Τούρκων κατακτητών που κατείχαν εναλλάξ κατά καιρούς τη Μεσσηνία και κυρίως από τα αρπακτικά βλέμματα των πειρατών που λυμαίνονταν κατά καιρούς την περιοχή, με ορμητήριο τον κόλπο της Βοϊδοκοιλιάς.Το χωριό δημιουργήθηκε από ανεβοκατεβάτες, παραχειμάζοντες βοσκούς της ορεινής Αρκαδίας και ειδικότερα Αρκουδορεματίτες. Βρισκόταν σε απόσταση 150 περίπου  μέτρων βορειοανατολικά της εκκλησίας σε σημείο επικλινές που  είχε  διαμορφωθεί σε πεζούλια, εκεί που κατεβαίνει σήμερα ο δρόμος από τα Παπούλια. Από πότε οι κτηνοτρόφοι άρχισαν να κατεβάζουν εδώ τα κοπάδια τους το χειμώνα, και πότε ακριβώς  εγκαταστάθηκαν μόνιμα και δημιούργησαν το χωριό είναι άγνωστο, οπωσδήποτε όμως πριν το 1689.
Από πού προήλθε το όνομα του χωριού Παπούλι;
Στην ημερήσια Αθηναϊκή εφημερίδα «Ελεύθερος Τύπος»,φύλλο της 8-10-2007 αναφέρεται ότι επί Τουρκοκρατίας υπήρχαν όσπρια ονομαζόμενα  παπούλια.
 Κατά διήγηση του Μεσσήνιου συγγραφέα κ. Νίκου Πασαγιώτη το όσπριο που ονομαζόταν παπούλι, ήταν συγγενές με τον αρακά και εκαλλιεργείτο στην Μεσσηνία, στις λιγότερο εύφορες περιοχές.  Απλωνόταν  και ερπόταν στο έδαφος, είχε φύλλα στενά και μακριά, από τον ανθό του έβγαινε νημάτιο και ο καρπός του ήταν σε θήκη όπως του αρακά.  Η θήκη αυτή  περιείχε συνήθως τρία – τέσσερα σπόρια σχήματος περίπου στρογγυλού. Το μήκος των παπουλιών ήταν γύρω στα τριάντα εκατοστά. Τα παπούλια, όπως και το λαθούρι, έβλαπταν σοβαρά το νευρικό σύστημα και δημιουργούσαν κινητικά προβλήματα,(αναπηρία), σε πολλά παιδιά. Αυτός ίσως ήταν και ο λόγος που έπαψε η καλλιέργειά τους. Ο ίδιος θυμάται ότι καλλιεργούσαν στη Μεσσηνία παπούλια μέχρι την νεανική του ηλικία και ότι οι μητέρες απέτρεπαν τα παιδιά τους από μεγάλη κατανάλωση αυτών. Στην περιοχή του τωρινού χωριού υπάρχει φυτό παρόμοιο με τα παπούλια  που το λέμε κουκάκι και μαγειρεύεται τσιγαριστό.
Ας σημειωθεί  ότι στην Κρήτη  καλλιεργούν και σήμερα όσπρια που έχουν τα περιγραφόμενα χαρακτηριστικά των παπουλιών, τα ονομάζουν παπούλες,(όπως αντί φασόλια λένε φασούλες), και τα τρώγουν άβραστα, σαλάτα. Σπάνια ίσως, όμως τα βλέπουμε  και σήμερα να πωλούνται σε λαϊκές αγορές.
Τα στοιχεία αυτά, που  περιήλθαν εις γνώση μου μετά την έκδοση του βιβλίου «ΠΑΠΟΥΛΙΑ», ανατρέπουν τις υποθέσεις που παρέθετα εις αυτό, αφού φαίνεται ότι από  την ονομασία του όσπριου αυτού προέρχεται το όνομα των δύο χωριών  Άνω και Κάτω Παπούλι και στη συνέχεια Παπούλια.  Κάτι ανάλογο συνέβη με τα κοντινά μας χωριά Άνω και Κάτω Κρεμμύδι, σήμερα Κρεμμύδια.
       Κατά διήγηση επίσης του κ. Ν. Πασαγιώτη,  υπήρχαν και όσπρια ονομαζόμενα  κοτσίρια, τα οποία  επίσης δεν καλλιεργούνται σήμερα. Έρπονταν και απλώνονταν όπως τα παπούλια, είχαν όμως πιο στενά φύλλα και μικρότερο μήκος. (Υπάρχει τοπωνύμιο έως σήμερα στα Παπούλια με όνομα   «Κοτσιρίστρα»).Στη μέση περίπου της απόστασης χωριού και εκκλησίας, στη ρίζα των ψηλών δένδρων που βρίσκονται ακόμη και σήμερα εκεί, υπήρχε πηγή με δροσερό νερό,(Παπουλόβρυση), από την οποία υδρευόταν το χωριό.Τα ερείπια  των σπιτιών, κυρίως τα πέτρινα θεμέλιά τους ήταν ορατά μέχρι την δεκαετία του 1960 και κάποιοι, μεταξύ των οποίων και η γράφουσα, τα θυμούνται. Υπήρχε επίσης λιθάρι στρογγυλό και ταυτόχρονα επίπεδο, διαστάσεων ρόδας μεγάλου αυτοκινήτου, που  χρησιμοποιείτο ως υποτυπώδες  ελαιοτριβείο για να σπάζουν οι κάτοικοι επάνω σε αυτό τον ελαιόκαρπο και να συλλέγουν το λιγοστό λάδι τους.
 Στη συνέχεια με τη χρήση των τρακτέρ και των χωματουργικών μηχανημάτων τα θεμέλια εξαφανίστηκαν, τα πεζούλια ισοπεδώθηκαν και το νερό της πηγής δεσμεύτηκε για να υδροδοτηθεί  το χωριό Πλάτανος. Έτσι απέμεινε μόνον το εκκλησάκι να θυμίζει, σε όσους  γνωρίζουν, ότι  εκεί υπήρχε ένα χωριό.
Η χρονολογία, ή έστω  η περίοδος που κτίστηκε  το εκκλησάκι είναι άγνωστη, ήταν όμως η εκκλησία του χωριού κατά συνέπεια πρέπει να ανηγέρθη παλιά. Επίσης δεν προκύπτει από παλαιές πηγές αν βρισκόταν εξ αρχής στο ίδιο σημείο, ή αν προϋπήρχε άλλο μικρότερο κτίσμα σε παραπλήσια θέση. Πάντως πρέπει να χρησίμευε και ως νεκροταφείο του χωριού και ίσως αυτός να είναι ο λόγος που ανηγέρθη πλησίον μεν του χωριού, αλλά όχι μέσα σε αυτό.        
 Ο κ. Σταύρος Χαντζής, στο βιβλίο του «Σαν την πριγκίπισσα  των ονείρων μου»,   αναφέρει ότι η αρχική εκκλησία ήταν λίγο δυτικότερα της σημερινής. Και ακόμη ότι, όπως προκύπτει από οστά που κατά καιρούς ήλθαν στην επιφάνεια, ο προαύλιος χώρος εχρησιμοποιείτο ως νεκροταφείο των Κάτω Παπουλίων αλλά και του χωριού Καραμανώλη  έως ότου δημιουργήθηκε σε αυτό, το νεκροταφείο του Αγίου Νικολάου.
       Σήμερα με τη φροντίδα των κατοίκων της Γλυφάδας,(Καραμανώλη), το εκκλησάκι διατηρείται  σε καλή κατάσταση και έχει διαμορφωθεί ο περιβάλλων χώρος. Όμως, σύμφωνα με όσα θυμούνται πολλοί, η μορφή της εκκλησίας δεν ήταν η σημερινή. Οι προαναφερόμενοι κάτοικοι στην προσπάθειά τους να διασώσουν από καταστροφή το εκκλησάκι, στην βόρεια πλευρά του οποίου είχε ενσωματωθεί κορμός δένδρου απειλώντας το με κατάρρευση, προέβησαν πριν τρεις περίπου δεκαετίες σε επεμβάσεις με σύγχρονα υλικά,(αλλαγή κεραμοσκεπής, διόρθωση των τοίχων και επίχρισμα με ασβέστη, τσιμεντόστρωση κ. α.), έκοψαν τα δένδρα γύρωθεν  και ισοπέδωσαν το χώρο. Η ενέργεια αυτή  είχε ως αποτέλεσμα, πολύ λίγο να θυμίζει το παλαιό και ιστορικό εκκλησάκι που υπήρχε εκεί, και ήταν η τελευταία ζωντανή μνήμη ενός χωριού που υπήρξε επί αιώνες.
Στην περίοδο της δεύτερης Ενετοκρατίας, και συγκεκριμένα το 1689, έγινε απογραφή του πληθυσμού, η οποία είναι η παλαιότερη γνωστή για την περιοχή. Το χωριό εμφανίζεται ως Catu Papugli(Κάτου Παπούλι) με 25 κατοίκους.
Στην επόμενη απογραφή, επίσης επί Ενετών, του έτους 1700, απεγράφησαν και τα δύο χωριά μαζί ως:Papuglia(Παπούλια) και είχαν 38 κατοίκους.
Το έτος 1715, η Πελοπόννησος καταλαμβάνεται εκ νέου από τους Τούρκους,( περίοδος της δεύτερης Τουρκοκρατίας) και  ένα έτος αργότερα, το 1716, γίνονται πίνακες για λόγους φορολόγησης. Από τους πίνακες αυτούς των Οθωμανικών Αρχείων, προκύπτουν σημαντικά στοιχεία για τα δύο Παπούλια όπως, οικογένειες και ονόματα, σπίτια, αριθμός  δένδρων και ζώων, όρια των χωριών και πόσα ζευγάρια βοδιών χρειάζονταν για μια περίοδο σποράς. 
Το  έτος 1815 ο  Γάλλος γιατρός Πουκεβίλ περιοδεύει μεταξύ άλλων και την επαρχία Ναυαρίνου και αναφέρει τον πληθυσμό των χωριών μας. Για τα Παπούλια λέει: Papoulia(Παπούλια) οικογένειες 30, Cato Papoulia(Κάτω Παπούλια) οικογένειες 23,-προφανώς εννοεί κατοίκους, και όχι οικογένειες -. (Για τον Πουκεβίλ θα γίνει ιδιαίτερη αναφορά σε άλλο κεφάλαιο).
Κατά την διάρκεια της Ελληνικής επανάστασης το χωριό είχε ενεργό συμμετοχή όπως προκύπτει από έγγραφα στα Γενικά Αρχεία του Κράτους. Έτσι βρίσκουμε, τον προκριτοαγωνιστή Γιωργάκη Λεβέντη από τα Κάτω Παπούλια να υπογράφει ως εκπρόσωπος του χωριού, το έγγραφο για την  εκλογή πληρεξουσίων της επαρχίας Νεοκάστρου στη συνέλευση της 1ης Ιουλίου 1821. Ο ίδιος ως προκριτοδημογέροντας – εκλέκτορας υπογράφει και τον Νοέμβριο του 1821, το πρακτικό εκλογής των πληρεξουσίων της επαρχίας.(Εξελέγησαν οι  Ιωάννης Γεωρ. Οικονομίδης και Διονύσιος Λυκούδης ως «πρώτη φωνή», Αποστόλης Μπόμπολας ως «δεύτερη φωνή»,……, όπως αναφέρουν τα πρακτικά). Την 19η Φεβρουαρίου 1823 γίνεται νέα συνέλευση στο Νεόκαστρο για εκλογή πληρεξουσίων και για τα Κάτω Παπούλια υπογράφουν οι: «Γιωργάκης Λεβέντης, Παρασκευάς και οι λοιποί».  (Το επώνυμο του Παρασκευά ήταν Βέργης, ήταν κάτοικος Κάτω Παπουλίων και υπηρέτησε κατά τον αγώνα και ως στρατιώτης). Οι Λεβέντης και Βέργης υπογράφουν το πρακτικό εκλογής ως πληρεξουσίου του Οικονομίδη και την 9η Νοεμβρίου 1825, από την Πολιανή όπου είχαν καταφύγει με τους κατοίκους του χωριού τους –λόγω του Ιμπραήμ -.
Την εποχή αυτή βρίσκουμε και τον αγωνιστή Λεβέντη Ανδρέα που γεννήθηκε το 1802 και στις αρχές Φεβρουαρίου του 1830 αναφέρεται να υπηρετεί στον τακτικό στρατό που σχηματίστηκε στην Πυλία.
      Το έτος 1829-1830 η γαλλική επιστημονική αποστολή που ακολουθούσε το στράτευμα του Μαιζών, καταγράφει τον πληθυσμό σε οικογένειες: Kato Papouli(Κάτω Παπούλι) οικογένειες 8,  Apano Papouli (Απάνω Παπούλι) επίσης οικογένειες 8.
Το 1830 δημιουργούνται στο ελεύθερο πλέον Ελληνικό Κράτος,   πίνακες με τον πληθυσμό. Τα δύο χωριά απογράφονται μαζί και έχουν 63 κατοίκους.
Το έτος 1844 γίνεται απογραφή και τα Κάτω Παπούλια  φαίνονται με 45 κατοίκους.
 Το έτος 1851 ο Ιάκωβος Ραγκαβής στο βιβλίο του «Τα Ελληνικά» αναφέρει τα Κάτω Παπούλια με 30 κατοίκους.
Το έτος 1860 τα Άνω και Κάτω Παπούλια είχαν απογραφεί μαζί και είχαν 55 κατοίκους, όπως αναφέρεται στη Συλλογή του Μ. Φερέτου,(Γ.Α.Κ. Αρχείο Ν. Μεσσηνίας). Αυτή πρέπει να είναι η τελευταία αναφορά του χωριού σε απογραφή. Στη συνέχεια αρχίζει να φθίνει αφού εγκαταλείπεται από τους κατοίκους του που εγκαθίστανται στα (Άνω) Παπούλια και στο Καραμανώλη μέχρι που σβήνει πριν το τέλος του 19ου αιώνα και μένει ως τοπωνύμιο, Παλιοπάπουλο, Παπουλόρεμα, Παπουλόβρυση και στη συνέχεια Αγιάννης.
Ένας μύθος αναφέρει  ως  λόγο εγκατάλειψης του χωριού από τους κατοίκους του, την ύπαρξη ενός στοιχειού στη βρύση, που κατασπάρασσε τις γυναίκες όταν έπαιρναν νερό. Κι ένας άλλος μύθος αναφέρει πάλη  δύο στοιχειών-Παπουλέικου και Καραμανωλέικου-στο σημείο της βρύσης και πως λόγω  αυτής της πάλης εξαφανίζονταν οι άνθρωποι. Το πιθανότερο είναι ότι οι μύθοι δείχνουν πρόβλημα στην   υγεία των κατοίκων, λόγω της έλλειψης ήλιου, της υγρασίας και των επιδημιών. Και επειδή δεν υπήρχε πλέον ο φόβος των κατακτητών και των κουρσάρων που τους  ανάγκαζε να κρύβονται σε μια ρεματιά με ψηλά δένδρα, είχαν κάθε λόγο να φύγουν  προς τα ξέφωτα που βρίσκονταν το Επάνω Παπούλι και το Καραμανώλη(νέο χωριό που δεν εμφανίζεται στις απογραφές επί Ενετών και Τούρκων, εμφανίζεται όμως στον πίνακα του Πουκεβίλ του 1815).
Ο κ. Σταύρος Χαντζής, στο βιβλίο του «Σαν την πριγκίπισσα  των ονείρων μου»,  γράφει  ότι μετά το 1860  στα (Κάτω) Παπούλια έπεσε βαρύ θανατικό, ο κόσμος πίστεψε ότι το νερό της βρύσης ήταν στοιχειωμένο και οι οικογένειές του έφυγαν προς τα δύο χωριά που προαναφέρθηκαν.
Η οριστική εγκατάλειψη του χωριού πρέπει να έγινε μετά το 1860 αλλά πριν από το 1879 αφού στην απογραφή του έτους αυτού δεν εμφανίζεται.
Ο Παναγιώτης Νικ. Λεβέντης(1907-1999) έλεγε ότι μία ομάδα υπό τον παππού του Αναστάσιο Παύλου  Λεβέντη ήρθε στα Παπούλια(Άνω) και άλλη υπό τον Παναγιώτη Παύλου Λεβέντη, αδελφό του Αναστασίου, πήγε στο Καραμανώλη και πως ταυτόχρονα μετοίκησε από τα Κάτω Παπούλια στο Καραμανώλη η οικογένεια των Βασιλοπουλαίων, επίσης ανεβοκατεβατών από το Αρκουδόρεμα. Αργότερα ένα μέλος της οικογένειας αυτής, ο Δημήτριος Βασιλόπουλος, ορφανός ων, έφυγε από το Καραμανώλη,(σήμερα Γλυφάδα) και εγκαταστάθηκε στα Παπούλια πλησίον του Τριαντάφυλλου Πανταζόπουλου που είχε νυμφευθεί την αδελφή του Βασιλική. Από αυτόν προέκυψε η οικογένεια των Βασιλοπουλαίων στα Παπούλια.
Ο κ. Σταύρος Χαντζής στο  βιβλίο του αναφέρει και τις εξής ακόμη οικογένειες που έφυγαν από τα Κάτω Παπούλια  προς το Καραμανώλη απ΄ όταν αυτό δημιουργήθηκε και μέχρι που τα Κάτω Παπούλια διαλύθηκαν, όλων ανεβοκατεβατών από το Αρκουδόρεμα: Κανακαίοι, Χαντζαίοι, Σαραντοπουλαίοι, Σπυροπουλαίοι, Μαλαπερδαίοι.
 Ο Παναγιώτης  Νικ. Λεβέντης, έλεγε επίσης ότι πολλές νύκτες πήγαινε με τον πατέρα του και κοιμόταν στο Παλιοπάπουλο, στην ύπαιθρο, για να βοσκήσει, όπως έλεγε, το άλογό τους. Προφανώς οι πραγματικοί λόγοι ήταν άλλοι, η ανάμνηση ενός χωριού που τους ακολουθούσε από γενιά σε γενιά.
Κάπως έτσι έσβησε το Κάτω Παπούλι πριν το τέλος του 19ου αιώνα, αφού έζησε επί Ενετών και Τούρκων κατακτητών, αλλά και στην απελευθερωμένη Ελλάδα.                                                                                      
                                                                                                                                                                             Δεκέμβριος  2012                                                                                                                               Ερευνα – κείμενο:               Κωνσταντίνα Π. Λεβέντη
                                                                            

3 σχόλια:

  1. Λεβέντη Ντίνα Παναγιώτη του Ιωάννη11 Ιανουαρίου 2013 στις 4:11 π.μ.

    Συγχαρητήρια,πολύ καλή δουλειά.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Λεβέντη Ντίνα Παναγιώτη του Ιωάννη11 Ιανουαρίου 2013 στις 4:45 π.μ.

    Ξαναδιαβάζοντας την ερευνά σου θυμήθηκα ότι η γιαγιά μου η Ντίνα
    η Γιαννού(Ντίνα Λεβέντη σύζυγος του Ιωάννη)μας έλεγε ότι είχε ακούσει για κάποιο στοιχειό που τις νύχτες πίνηγε (έπνιγε) τα
    μωρά στον ύπνο τους και γι’αυτό εγκατέλειψαν το κάτω Παπούλι.
    Ένας ακόμα μύθος στους πολλούς...

    ΑπάντησηΔιαγραφή