ΚΑΛΩΣ ΗΛΘΑΤΕ ΣΤΗΝ ΙΣΤΟΣΕΛΙΔΑ ΜΑΣ

Δευτέρα 31 Δεκεμβρίου 2018

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΑΣ ΠΑΝ. ΛΕΒΕΝΤΗ ΟΙΚΙΣΤΙΚΗ ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΩΝ ΠΑΠΟΥΛΙΩΝ ΕΩΣ ΤΑ ΜΕΣΑ ΤΟΥ 20ΟΥ ΑΙΩΝΑ


Έφτασε η Πρωτοχρονιά.
Ένας ακόμη χρόνος φεύγει και ένας άλλος έρχεται. Τα σπίτια έχουν ήδη ανοίξει από τα Χριστούγεννα  και οι ιδιοκτήτες τους εορτάζουν και υποδέχονται σε αυτά επισκέπτες. Με την ευκαιρία αυτή ας αναφερθούμε στην οικιστική εξέλιξη του χωριού μας, ΠΑΠΟΥΛΙΑ, σε παλαιότερες εποχές. Από το βιβλίο που ακολουθεί, με τίτλο “ΟΙΚΙΣΤΙΚΗ ΕΞΈΛΙΞΗ ΤΩΝ ΠΑΠΟΥΛΙΩΝ ΕΩΣ ΤΑ ΜΕΣΑ ΤΟΥ 20ΟΥ ΑΙΩΝΑ/ (Λαογραφική προσέγγιση)”, επιτρέπεται η λήψη στοιχείων από δημοτικούς και άλλους φορείς, με αναφορά όμως στην “πηγή προέλευσης” δηλαδή στην ερευνήτρια-συγγραφέα του. Ευτυχισμένο το  Nέο Έτος 2019. 

Κωνσταντίνα Παν. Λεβέντη

ΑΘΗΝΑ 2018

     1



                                     ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΑΣ ΠΑΝ. ΛΕΒΕΝΤΗ
       ΟΙΚΙΣΤΙΚΗ ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΩΝ ΠΑΠΟΥΛΙΩΝ
       ΕΩΣ ΤΑ ΜΕΣΑ ΤΟΥ 20ΟΥ ΑΙΩΝΑ
           (Λαογραφική προσέγγιση)





 2
                          ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Μια κουκίδα στο χάρτη ανάμεσα σε τόσες άλλες
της νοτιοδυτικής Πελοποννήσου. Μικρή, αλλά σημειω-
μένη με έντονο μελάνι, που δεν σβήνει, γιατί έχει ρίζα
βαθιά.
Έτσι φαντάζομαι την κουκίδα του χωριού, γιατί
έτσι είναι και αυτό. Μικρό, αλλά με ρίζα που φτάνει σε
βάθος χρόνου, όπως έδειξε η αρχαιολογική σκαπάνη την
δεκαετία του 1950. Κι ας περνάει απαρατήρητο· σαν
κάποια χορταράκια που ζουν στην επιφάνεια και μαζί
στην αφάνεια. Τα πατάμε, ή, στην καλύτερη περίπτωση,
τα προσπερνάμε δίχως να το αντιληφθούμε και δίχως
ποτέ να τα δούμε. Μα εκείνα εκεί· συνεχίζουν και
βγάζουν φύλλα και άνθη.
Έτσι προχωρώντας, έφτασε στο “Σήμερα” και
αυτό το χωριό, τα Παπούλια, με τους ανθρώπους του και
με τα λίγα ή περισσότερα, ανά χρονικές περιόδους,
σπιτάκια του “φυτρωμένα” επάνω στην γη. Και όπως
συμβαίνει με τα ταπεινά χορταράκια που, κάθε τόσο,
ένα μαράθηκε, άλλο ξεράθηκε, κάποιο πατήθηκε, κάποιο
άλλο συνεχίζει να είναι θαλερό, έτσι συμβαίνει και με
τα σπίτια του χωριού, που πολλά είναι χτισμένα πριν
από πολλά χρόνια. Σε κάποια αρχίζει να φαίνεται η
φθορά του χρόνου, άλλα ήδη τα κατέβαλε και είναι
ερείπια, πολλών χάθηκαν -εντελώς- τα ίχνη εδώ και
πολύ καιρό και, ευτυχώς, μερικά υπάρχουν ακόμη και
είναι κραταιά.
Σε όλα αυτά τα σπίτια, που είναι κομμάτι της
πολιτιστικής κληρονομιάς μας, αναφέρονται οι σελίδες
που ακολουθούν.
Κ.Π.Λ. Δεκέμβριος 2018

4

ΟΙΚΙΣΤΙΚΗ ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΩΝ ΠΑΠΟΥΛΙΩΝ
ΕΩΣ ΤΑ ΜΕΣΑ ΤΟΥ 20ΟΥ ΑΙΩΝΑ
(Λαογραφική προσέγγιση)

Ο προσανατολισμός(κατεύθυνση) του χωριού, με
βάση τα σημερινά του όρια, είναι από ανατολή προς δύση
και η ευρύτερη περιοχή του μάλλον ημιορεινή.
Η μορφή του εδάφους του, ανατολικά αλλά και στο
μεγαλύτερο τμήμα του, είναι σχετικά επίπεδη. Βόρεια και
νότια όμως παρουσιάζει κλίση, η οποία αυξάνει
προοδευτικά προς δυσμάς και καταλήγει σε μεγάλη
πλαγιά με συνέπεια η τοποθεσία του χωριού, από μακριά,
να παρουσιάζει εικόνα λοφίσκου όχι λόγω μεγαλύτερου
υψομέτρου εν σχέσει με τον ευρύτερο περιβάλλοντα χώρο
αλλά λόγω της κλίσης του εδάφους. Για το λόγο αυτό
σχηματίζονται ρέματα και χούνες, παλαιότερα δε, που οι
βροχοπτώσεις ήταν περισσότερο συχνές και δυνατές απ΄
όσο σήμερα, κάλυπταν με νερό επί αρκετές ημέρες τις
χούνες αυτές στις τρεις πλευρές του χωριού.
Τα σημερινά όρια του χωριού διαφέρουν φυσικά από
αυτά που είχε επί Τουρκοκρατίας λόγω επέκτασής του
μετά την απελευθέρωση. Επί Τουρκοκρατίας στη θέση που
βρίσκεται σήμερα η πλατεία του χωριού κατοικούσαν οι
Πανταζόπουλοι (και Πανταζοπουλαίοι/Πανταζαίοι, όπως
τους λέμε). Κλάδος της οικογένειας αυτής είναι οι
Πολυχρονόπουλοι(και Πολυχρονοπουλαίοι/Πολυχροναίοι,
όπως τους λέμε), οι οποίοι έλαβαν το επώνυμό τους από
το όνομα του Πολυχρόνη Πανταζόπουλου που σκοτώθηκε
με τον Παπαφλέσσα στο Μανιάκι το 1825. Στη συνέχεια
οι Πολυχροναίοι επεκτάθηκαν δυτικά της πλατείας και οι
Πανταζαίοι ανατολικά.
 5

Οικίες Πανταζαίων υπάρχουν επίσης νοτιοδυτικά,
αλλά και νότια κοντά στην βρύση. Όμως, σύμφωνα με
όσα στοιχεία περιήλθαν σε γνώση μου έως σήμερα, αυτοί
είναι απόγονοι του Γιάννη Πανταζόπουλου (Πανταζό-
γιαννη) που ήλθε στο χωριό επί Τουρκοκρατίας από τα
Λυκίσια διωκόμενος από τους κατακτητές επειδή σήκωσε
μπαϊράκι εναντίον τους. Αν έχουν ή όχι συγγένεια με τους
προηγούμενους δεν προκύπτει με σαφήνεια αφού οι
διηγήσεις που άκουσα από παλιούς έχουν διαφορές
μεταξύ τους και οι γνώμες διίστανται.
Μετά την Τουρκοκρατία, επειδή εξέλιπε ο φόβος του
κατακτητή και οι μετακινήσεις του πληθυσμού έγιναν
ευκολότερες, εγκαταστάθηκαν στο χωριό σταδιακά, για
αναζήτηση καλύτερης τύχης, και άλλοι· χτίζοντας οικίες
και δημιουργώντας νέα σόγια όπως, πριν από το 1900, οι:
Λεβενταίοι, όταν ήλθε ο Αναστάσης Λεβέντης από
το χωριό Κάτω Παπούλια στο οποίο κατοικούσε και το
οποίο διαλύθηκε μετά το 1860.
Ζαχαρόπουλοι(και Ζαχαροπουλαίοι/Ζαχαραίοι, όπως
λέμε), ερχόμενοι από τη Χορεύτρα ή κατ΄άλλη διήγηση
από το διαλυμένο χωριό Κοντινού Μεσσηνίας.
Βασιλόπουλοι(ή Βασιλοπουλαίοι, όπως τους λέμε),
όταν ήλθε, ορφανός, ο Βασιλόπουλος Δημήτριος, από το
χωριό Καραμανώλη(σήμερα Γλυφάδα) στο οποίο κατοι-
κούσε, πλησίον του Τριαντάφυλλου Πανταζόπουλου, ο
οποίος είχε νυμφευτεί την αδελφή του Βασιλική.
Λαμπιραίοι, ερχόμενοι από το ορεινό χωριό Σαπρίκι
(σήμερα Μεταξάδα), για καλύτερη διαβίωση.
Λαντζουναίοι, όταν ήλθε -λόγω γάμου του με
Πανταζοπούλα των Παπουλίων- ο Θεόδωρος Λαντζούνης,
απόγονος Παυλόπουλου από το χωριό Λαντζουνάτο
Μεσσηνίας, εκ του οποίου και έλαβε το επώνυμο
Λαντζούνης.
 6
Αδαμόπουλοι όταν ήλθε ο Παναγιώτης Αδαμόπουλος
από το χωριό Μηλιώτη πλησίον του μπατζανάκη του
Αναστάση Λεβέντη.
Χροναίοι, όταν ήλθε από το Βλαχόπουλο ο
Σταματέλος Χρονάς με την οικογένειά του, λόγω αγοράς
μεγάλης κτηματικής περιουσίας στη θέση Μεγαμπέλια
Παπουλίων και αλλού.
Στη συνέχεια ήλθαν και άλλοι, όπως οι Ναπολέων,
Βασίλης και Χρήστος Αληχοτζώτης, με τους γονείς τους,
απόγονοι Δημητρόπουλου από την Χώρα που ήταν
κάτοχος της περιοχής του διαλυμένου χωριού Αληχότζα,
εκ του οποίου είχαν λάβει το επώνυμο Αληχοτζώτης. [Το
χωριό αυτό βρισκόταν κοντά στο σημερινό χωριό
Πλάτανος].
Κουκουλαίοι, όταν ήλθε, περί το 1915, ο
Παναγιώτης Κουκουλάς από το Σαπρίκι, λόγω γάμου του
με την Παναγιώτα Αποστολοπούλου.
Αργότερα, δημιουργήθηκαν, από γάμους με Παπου-
λαίες, τα επώνυμα Ψώνης, Ασημάκης, Κωσταντόπουλος
και άλλα.
Έτσι, πλησίον των ήδη υπαρχόντων κατοίκων,
αρχίζουν να κατοικούν και οι νεοφερμένοι.
Με την πάροδο των χρόνων, εγκαταλείπονται οι
χαμοκέλες και τα καλύβια που κτίζονταν τον 19o αιώνα,
με τοίχους από πέτρα και πλίθρα και με στέγη από
χειροποίητα κεραμίδια και που ήταν ισόγεια και μικρά.
Για να σχηματίσουμε εικόνα των σπιτιών της
περιοχής, κατά τον 19ου αιώνα, ας αναφέρουμε τα εξής:
Ερείπια, (οι τοίχοι έως κάποιο ύψος), σπιτιών του
αδελφού χωριού “Κάτω Παπούλια”, υπήρχαν τουλάχιστον
έως τις αρχές της δεκαετίας του 1960 και πολλοί τα
θυμόμαστε. Μεταξύ αυτών και εγώ, από μαθητική
εκδρομή. Συνολικά πρέπει να ήταν περί τα 10-15 σπίτια,
σχήματος τετραγώνου και διαστάσεων περίπου ενός
7
σημερινού δωματίου. Αποτελούνταν από πέτρα, με
συνδετικό υλικό τη λάσπη, και δεν είναι γνωστό αν στο
χτίσιμό τους χρησιμοποιήθηκε και πλίθρα, καθ΄ότι
υπήρχε μέρος μόνον του ύψους των τοιχίων. Εσωτερικές
διαιρέσεις δεν είχαν. Δεν προκύπτει και δεν έμοιαζε
κάποιο από αυτά να ήταν στάβλος. Πιθανόν για τα ζώα
τους να είχαν πιο πρόχειρες κατασκευές, που δεν
σώθηκαν, ή να τα έπαιρναν, τις πολύ κρύες νύχτες, μέσα
στα σπίτια τους. Η εκκλησία των Κάτω Παπουλίων, Άγιος
Ιωάννης, κάηκε από τον Ιμπραήμ. Αν κάηκαν και τα
σπίτια, και τα ερείπια αφορούσαν άλλα, κτισμένα μετά
την καταστροφή, δεν προκύπτει, σε κάθε περίπτωση όμως,
αφορούσαν σπίτια πριν από το 1850, αφού λίγα χρόνια
αργότερα το χωριό εγκαταλείφθηκε.
Ας επανέλθουμε όμως στα σπίτια του χωριού “Άνω
Παπούλια”, τα σημερινά Παπούλια. Εγκαταλείπονται
λοιπόν οι χαμοκέλες και τα καλύβια και αρχίζουν πλέον
να χτίζονται μεγαλύτερα ισόγεια, προσεγμένα και
λειτουργικά. Αν, μέσα στο χωριό, υπήρξαν φτωχές
οικογένειες που έζησαν σε καλύβες από υλικά, όπως
φτέρη, ψάθρα, ψαθί κ.λ.π. δεν είναι γνωστό, σίγουρα
όμως, καλύβες έφτιαχναν στα χωράφια μέχρι και τον 20ο
αιώνα. Κάποια από αυτά τα νέα σπίτια είχαν εξωτερικά,
στον τοίχο της πρόσοψης, χαμηλό πεζούλι. Αυτό
προστάτευε το εσωτερικό του σπιτιού από την υγρασία
αλλά επίσης, σε αυτό κάθονταν, τα βράδια, οι περίοικοι,
για να ξεκουραστούν και να πουν δυο κουβέντες.
Στη συνέχεια, άρχιζαν να κτίζονται και σπίτια
δίπατα(=διώροφα), από καλά λαξευμένη πέτρα. Μερικά εξ
αυτών υπάρχουν έως σήμερα. Πότε άρχισαν να κτίζονται
αυτά τα δίπατα δεν είναι ακριβώς γνωστό,το βέβαιο
πάντως είναι ότι, από τις αρχές του 20ου αιώνα και μετά
κτίζονταν. Όμως, από διάφορα γεγονότα συνάγεται ότι
κτίζονταν και πριν από το 1900.

8

Υπήρξαν κάποια γεγονότα που συνετέλεσαν στην
οικοδομική δραστηριότητα της περιοχής και άλλα που
οδήγησαν στην αναστολή της. Ένα από αυτά είναι ο
μεγάλος σεισμός του 1886, με επίκεντρο στην περιοχή
των Φιλιατρών, που κατέστρεψε πόλεις και πολλά χωριά.
Όσα σπίτια είχαν υποστεί ζημιές που μπορούσαν να
διορθωθούν, επισκευάστηκαν. Τα υπόλοιπα αναγκαστικά
χτίστηκαν εξ αρχής, όταν και με όποια οικονομική
δυνατότητα είχε ο κάθε ιδιοκτήτης.



Η οικοδομική δραστηριότητα συνεχίστηκε τον
επόμενο αιώνα. Έτσι βρίσκουμε να κτίζονται συγχρόνως,
το 1908-1909, δύο πέτρινα διώροφα, στη θέση “Στροφή”
από μαστόρους Λαγκαδι(α)νούς. Το ένα ήταν Πανταζαίι-
κο (αργότερα, από αγορά, Λεβενταίικο) και το άλλο

9

Λεβενταίικο. Απομεινάρι του πρώτου είναι η καμάρα της
σκάλας του.
Έρχονται όμως οι Βαλκανικοί και ο Μικρασιατικός
Πόλεμος και η οικοδομική δραστηριότητα αναστέλλεται.
Λίγο πριν και κατά την δεκαετία του 1930 κτίζο-
νται πάλι σπίτια. Έτσι βρίσκουμε να χτίζεται διώροφο
Χροναίικο, λίγο πριν το 1930. Διώροφο Πολυχροναίικο,τη
δεκαετία του 1930, στη “Στροφή”, που μοιάζει με ισόγειο
επειδή η είσοδος του ορόφου βρίσκεται στο δρόμο, “κρυφό
διώροφο” το άκουσα. Διώροφο Βασιλοπουλαίικο περί το
1935, διώροφο Λεβενταίικο το 1935 κ.ά.
                              


Έρχεται όμως ο πόλεμος του 1940, η γερμανοϊταλική
κατοχή και ο Εμφύλιος, και η οικοδομική δραστηριότητα

10

αναστέλλεται και πάλι, λόγω της φτώχειας και της
εσωτερικής μετανάστευσης που ακολούθησε. Πολύ μετά
από το 1950, που αρχίζει και πάλι η οικοδόμηση στο
χωριό, χρησιμοποιούνται πλέον νέα υλικά ή υλικά που
προϋπήρχαν του πολέμου, όπως τα τούβλα, το τσιμέντο
και το παράγωγό του τσιμεντόλιθος, αλλά που δεν
χρησιμοποιούνταν στα χωριά μας έως τότε.
Εδώ θα αναφερθούμε στα υλικά και τα μορφολογικά
χαρακτηριστικά σπιτιών των Παπουλίων, που χτίστηκαν
έως τα μέσα του 20ου αιώνα, (στην πραγματικότητα έως
το 1940, αφού κατά την διάρκεια του πολέμου δεν ήταν
εύκολο να χτιστούν), πολλά εκ των οποίων υπάρχουν και
κατοικούνται έως σήμερα.
Φτάνοντας λοιπόν στο 1940, τα διώροφα ήταν
περισσότερα των ισογείων. Τον όροφο χρησιμοποιούσαν
ως κατοικία και το ισόγειο ως αποθήκη-στάβλο.
Οι αναφερόμενες στη συνέχεια χρονολογίες είναι
πάντα σχετικές και όχι απόλυτες αφού η χρήση ή η
κατάργηση των χρησιμοποιούμενων οικοδομικών υλικών
και εργαλείων και τα μορφολογικά χαρακτηριστικά των
ανεγειρόμενων οικιών αλλάζουν σταδιακά και όχι σε μια
μέρα. Ποτέ το καινούργιο δεν εκτοπίζει αμέσως το παλιό,
υπάρχει μια περίοδος συνύπαρξης και έτσι γίνεται πιο
ομαλή η μετάβαση.
Τα βασικά οικοδομικά υλικά στα χωριά της
περιοχής μας έως το 1940 ήταν χώμα, πέτρα, ξύλο,
καλάμια και ασβέστης.
Αναλυτικότερα: Από χώμα κατασκεύαζαν τις
πλίθρες για τους τοίχους, τα δάπεδα των ισογείων και τα
κεραμίδια.
Τα κεραμίδια ήταν χειροποίητα και πάντα από
ψημένο πηλό. Τα Παπούλια προμηθεύονταν αυτά από
άλλα κοντινά χωριά στα οποία υπήρχαν καμίνια, όπως ο

11

Πλάτανος που είχε χώμα κατάλληλο για την κατασκευή
τους.
Η πλίθρα (ή πλίθα ή πλιθιά) , που σήμερα δεν
χρησιμοποιείται, ήταν οικοδομικό υλικό γνωστό από πολύ
παλιά και το χρησιμοποιούσαν όχι μόνον στα χωριά αλλά
και στις πόλεις, μεταξύ των οποίων και η Αθήνα. Υπήρχαν
συνοικίες κτισμένες σχεδόν στο σύνολό τους από πλίθρα
και υπάρχουν, έως σήμερα, πολλά παλιά κτίσματα από
αυτές.
Στην κατασκευή της πλίθρας, που γινόταν πάντα
καλοκαίρι επειδή το ηλιακό φως είναι θερμότερο και
μεγαλύτερης διάρκειας, ασχολούνταν οι χωρικοί και όχι
εξειδικευμένοι τεχνίτες.
                                  


12

Συγκέντρωναν χώμα, προτιμώντας την ασπροπηλιά,
δηλαδή το ασπρόχωμα, (ασπροπουλιά το λέγαμε), ή στην
ανάγκη κοκκινόχωμα. Το έβρεχαν με νερό και το
ζύμωναν με τα πόδια και με χρήση αξίνας και φτιαριού
για να μπορούν, με αυτά, να το μαζεύουν και να το
γυρίζουν. Στον πηλό έριχναν άχυρο για να συγκρατεί τη
μάζα του. Εναλλακτικά, ή ως συμπλήρωμα του άχυρου,
μπορούσαν να ρίξουν το φλοιό του σιταρόσπορου που
έμενε μετά το αλώνισμα, με τον οποίο μάλιστα οι πλίθρες
γίνονταν πολύ γερές. Αφού ζύμωναν καλά τον πηλό ώστε
να ενσωματωθεί το άχυρο, τον μετέφεραν, με μπιντόνες ή
άλλο μέσο, σε χώρο ευήλιο και ετοιμασμένο ώστε να
είναι καθαρός και επίπεδος. Εκεί “έκοβαν” τις πλίθρες με
καλούπι ξύλινο, διπλό -έφτιαχνε δύο ταυτόχρονα πλίθρες-
δίχως πάτο, σχήματος παραλληλόγραμμου. Τις
διαστάσεις της πλίθρας σήμερα έχει περίπου ο
τσιμεντόλιθος. Το καλούπι εμβάπτιζαν πρώτα σε λεβέτι
με νερό και στη συνέχεια, αφού το τοποθετούσαν στο
έδαφος, έριχναν μέσα, με την χρήση του φτυαριού, πηλό
τον οποίο πίεζαν καλά με τα χέρια για να γίνουν οι
πλίθρες δίχως κενά (συμπαγείς). Ακολούθως έβγαζαν το
καλούπι και τοποθετώντας το δίπλα, επαναλάμβαναν την
διαδικασία συνεχίζοντας να φτιάχνουν πλίθρες. Όπως
μου διηγήθηκε ένας εκ των αφηγητών είχαν κόψει και
οκτακόσιες πλίθρες την ημέρα. Στη συνέχεια τις άφηναν
να ψηθούν καλά στον ήλιο για συνολικό περίπου
διάστημα μίας εβδομάδας, ή όσο χρειαζόταν, γυρνώντας
τις πλευρές ώστε να ψηθούν παντού. Στο χωριό μας
θυμάμαι να κόβονται πλίθρες και μετά το 1960.
Ο αείμνηστος Μεσσήνιος λαογράφος Νίκος
Πασαγιώτης μου είχε διηγηθεί πως θυμόταν την συνοικία
της Αθήνας Κουκουβάουνες, σήμερα Μεταμόρφωση, να
είναι κτισμένη, παλιά, σχεδόν όλη με πλίθρες. Επίσης ότι
στο χωριό του, το Χαρακοπιό, προτιμούσαν για πλίθρες
το τζαρόχωμα, δηλαδή αυτό από το οποίο κατασκεύαζαν

13

τα πιθάρια, ότι επί ελλείψεως αχύρου έριχναν στον πηλό
φύκια, ότι τον πηλό μετέφεραν με κατασκευή που
ονόμαζαν τζιβιέρα και ότι τις πλίθρες σοβάτιζαν επίσης
από χώμα+άχυρο, σε μεγαλύτερη όμως αναλογία αχύρου,
από αυτήν που χρησιμοποιούσαν για την κατασκευή τους.
Το κόστος της πλίθρας ήταν πολύ χαμηλό και γι΄
αυτό η χρήση της ήταν ευρύτατη. Προστατεύει αρκετά
από την ζέστη και το κρύο, είναι πολύ ανθεκτική στον
σεισμό όχι όμως τόσο πολύ στη βροχή γι΄ αυτό
ακολουθούσε επίχρισμα αυτής. “Φύλαξε με απ΄ το νερό
να σε φυλάξω απ΄ το σεισμό” έλεγαν για τη σχέση
πλίθρας και ανθρώπου. Πάντως υπάρχουν ακόμη και
σήμερα, σε χωριά και πόλεις, σπίτια από πλίθρα
ασοβάτιστη, που βρέχονται επί πολλές δεκαετίες και
έχουν πάθει ελάχιστες φθορές.
Το χτίσιμο της πλίθρας γινόταν όπως χτίζεται
σήμερα ο τσιμεντόλιθος, με την επιμήκη πλευρά της
παράλληλη προς τον τοίχο και με τρόπο που επάνω στην
ένωση δύο συνεχόμενων πλιθρών να μην βρίσκεται πάλι
ένωση αλλά το σώμα πλίθρας, για να “δένει” το χτίσιμο.
Ως συνδετικό υλικό στα κενά των ενώσεων μεταξύ τους
χρησιμοποιούσαν λάσπη αναμεμιγμένη με κομματάκια
από σπασμένα κεραμίδια που τα έλεγαν αρμολόι.
Από πέτρα κατασκεύαζαν τα θεμέλια και, εάν είχαν
οικονομική δυνατότητα, τους τοίχους. Επί οικονομικής
αδυναμίας, εάν η οικία ήταν ισόγεια την έχτιζαν ως
κάποιο ύψος με πέτρα και στη συνέχεια με πλίθρα, ενώ
εάν υπήρχε και όροφος έχτιζαν το ισόγειο με πέτρα και
τον όροφο με πλίθρα.
Η πέτρα θέλει τέχνη και άξιοι τεχνίτες της ήταν οι
Λαγκαδιανοί. Οι μαστόροι αυτοί, που ήταν καλλιτέχνες
της πέτρας, έρχονταν με τα ζώα τους, τους κασμάδες και
τα λοιπά εργαλεία τους, τα στρωσίδια τους και ο,τι άλλο

14

τους ήταν απαραίτητο, σε ομάδες των 5-10 ατόμων από
τα Λαγκάδια της Αρκαδίας και έμεναν στα χωριά μας,
αναλόγως της δουλειάς που έβρισκαν, αρκετό διάστημα,
πιθανόν και ολόκληρο έτος. Από Λαγκαδιανούς κτίστηκαν
σπίτια σε όλη την Πελοπόννησο και πέραν αυτής. “Ο Θεός
έφτιαξε τους ανθρώπους και οι Λαγκαδιανοί τα σπίτια
τους” έλεγαν γι΄αυτούς. Η διατροφή, η διαμονή και οι
συνθήκες δουλειάς τους ήταν δύσκολες και έχει μείνει η
φράση “ψωμί και σουγιά”, που εννοεί “να έχουμε ψωμί
και σουγιά για να το κόβουμε να τρώμε”. Διέμεναν
συνήθως σε χώρους κοινούς όπως σχολεία και εκκλησίες.
Κάποιοι από αυτούς έκτισαν σπίτια και στο χωριό μας.
Στα σπίτια που έκτιζαν έβαζαν και την “σφραγίδα” τους,
μπορεί να ήταν π.χ. προεξέχον σκάλισμα (ανάγλυφο)
επάνω σε ένα ακρογωνιαίο λίθο της οικίας ή σχήμα από
κεραμίδια.
Επιμέριζαν την εργασία τους, ποιοι θα ασχοληθούν
με το “κόψιμο” της πέτρας, δηλαδή το βγάλσιμό της από
τη γη, ποιοι με το σκάλισμα (για αγκωνάρια κ.λ.π.), με το
φτιάξιμο της λάσπης, με το κουβάλημα των υλικών και
βέβαια με το χτίσιμο. Έχει μείνει η φράση “φέρε ζόμπολα
(=μικρές πετρούλες) και λάσπη και μετά κάτσε” που την
έλεγαν σκωπτικά διότι δεν έμενε χρόνος στον
κουβαλητή. Τα περισσότερα σπίτια που χτίστηκαν έως
τον πόλεμο ήταν μάλλον πετρόχτιστα.
Από πέτρα ήταν και τα σκαλοπάτια της εξωτερικής
σκάλας, εάν ήταν λίγα, (όπως σε χαμηλό διώροφο, ή
διώροφο επί επικλινούς εδάφους με σκάλα στο σημείο με
τη μικρότερη κλίση).
Πέτρα έκοβαν όπου έβρισκαν, διότι οι ιδιοκτήτες
των αγρών επιθυμούσαν και συμφωνούσαν στην αφαίρε-
σή της, επειδή καθάριζε η ιδιοκτησία τους και μπορούσαν
να την καλλιεργήσουν καλύτερα.

15

Από ξύλο κατασκεύαζαν τα πάτερα και το σκελετό
της στέγης, η οποία ήταν επικλινής. Δεν υπήρχαν
στέγες επίπεδες όπως γίνεται σήμερα. Ούτε στέγες
καλυμμένες με πλάκες, αντί κεραμιδιών, όπως γίνεται σε
άλλα μέρη. Ούτε στέγες ελαφρώς κεκλιμένες και
καλυμμένες από κλαδιά και λάσπη ασπροπουλιάς, (τις
οποίες συντηρούσαν με αλάτι και χώμα για να μην
στάζουν), όπως γινόταν παλιά σε κάποια χωριά της
Κρήτης.
Από ξύλο επίσης κατασκεύαζαν το πάτωμα, δηλαδή
το δάπεδο του ορόφου, τις εσωτερικές σκάλες, σε όσα
σπίτια υπήρχαν, τα κουφώματα, δηλαδή θυρόφυλλα και
παραθυρόφυλλα με το πλαίσιό τους, και το σκελετό των
εσωτερικών διαιρέσεων.
Ξύλινη ήταν και η εξωτερική σκάλα για τον όροφο,
εάν ήταν μεγάλου ύψους.
Ας αναφερθούμε με περισσότερες λεπτομέρειες στα
πάτερα και στα κουφώματα. Τα πάτερα βασικά
προέρχονταν από τα κυπαρίσσια. Όμως πριν από το
1900, αλλά κάποιες φορές και αργότερα, εάν δεν είχαν
ξύλο κυπαρισσιού και επειδή τα σπίτια ήταν μικρών
διαστάσεων και χρειάζονταν μικρού μήκους πάτερα,
χρησιμοποιούσαν εναλλακτικά κορμούς από άλλα δένδρα
όπως, αργιές, πουρνάρια, (τα πουρνάρια είναι πολύ γερά
ξύλα), και κουμαριές. Τα ανωτέρω όμως είχαν δύο
μειονεκτήματα, το μικρό μήκος που ήδη αναφέρθηκε και
στραβό κορμό τον οποίο δύσκολα μπορούσαν να
αλφαδιάσουν, γι΄ αυτό σταδιακά έπαυσε η χρήση τους.
Έτσι τα πάτερα προέρχονταν πλέον αποκλειστικά
από κυπαρίσσια, που είναι δένδρα με μακρύ και ίσιο
κορμό. Για να μην προσβάλλονται από σαράκι και να μην
σαπίζουν, τα έκοβαν μήνες που δεν κυκλοφορούν οι χυμοί
τους, δηλαδή Ιανουάριο ή Αύγουστο, με προτιμότερο τον
Ιανουάριο. Για τον ίδιο λόγο έδιναν σημασία και στη
θέση του φεγγαριού. [Εδώ οι απόψεις των αφηγητών

16

-ακόμη και από άλλους νομούς και άλλα γεωγραφικά
διαμερίσματα- διίστανται, αν το φεγγάρι έπρεπε να είναι
φρέσκο(=νέο), ή ψημένο(=αρκετών ημερών), ή σε
πανσέληνο, ή στη χάση(= στην ελάττωση), όμως στον
μήνα συμφωνούν όλοι.]
Για το κόψιμο των κυπαρισσιών χρησιμοποιούσαν
το “μπρατσοπρίονο”, που ήταν χειροκίνητο μεγάλο πριόνι
με δύο λαβές για να χρησιμοποιείται ταυτόχρονα από δύο
χειριστές.
Τα κυπαρίσσια, αν τα έκοβαν σε μέρος που δεν
υπήρχε δρόμος και πρόσβαση με άλογο, τα μετέφεραν,
από το σημείο κοπής, 4-6 γεροί άνδρες τοποθετώντας
τον κορμό του δένδρου όλοι στον ίδιο ώμο -δεξιό ή
αριστερό- ώστε, όταν ελευθερώσουν -ταυτόχρονα όλοι-
τους ώμους τους από τον κορμό, να μην καταπλακωθεί
κάποιος από αυτούς. Στη συνέχεια μετέφεραν τα
κυπαρίσσια προσδεδεμένα στην “ρόκα”, η οποία ήταν
μέρος των “τραβηχτικών”, δηλαδή των εξαρτημάτων του
αλόγου για πρόσδεση του αλετριού, των κορμών δένδρων
κ.λ.π.
Μετά, αφαιρούσαν τον φλοιό από τα κυπαρίσσια, τα
άφηναν να ξεραθούν και ήταν έτοιμα προς χρήση δίχως
άλλη επεξεργασία τους.
Στην πορεία του χρόνου άρχισαν να χρησιμοποιούν
ως πάτερα, κορμούς σχισμένους αντί ολόκληρους. Όπως
διηγήθηκε ένας από τους αφηγητές, πίστευαν πως έτσι
δεν σάπιζαν εύκολα. Για το σχίσιμό τους χρησιμοποιού-
σαν τον “καταρράκτη” που ήταν είδος χειροκίνητου
πριονιού. Η χρήση του “καταρράκτη” στα χωριά μας,
κάλυψε μια μακρά περίοδο που έφτασε μέχρι και τη
δεκαετία του 1960. Μετά πέρασε σιγά-σιγά στο
περιθώριο, αφήνοντας το σχίσιμο των κομμένων ξύλων
ολοκληρωτικά στις “κορδέλες”, επαγγελματικά ηλεκτρο-
κίνητα μηχανήματα με σταθερή έδρα, που υπήρχαν από

17

πολύ νωρίτερα σε μέρη ηλεκτροδοτημένα, όχι όμως στα
χωριό μας επειδή αυτά στερούνταν ηλεκτροδότησης.
Κορμοί κυπαρισσιών, άκοποι, χρησιμοποιούνταν
επίσης ως κολώνες στους εξώστες, χαγιάτια όπως τα
λέγαμε· και θυμάμαι πως δεν σάπιζαν παρ΄ ότι ήταν
άβαφοι, βρέχονταν, και η βάση τους ήταν εμφυτευμένη
στο έδαφος, δηλαδή σε υγρό και μη αεριζόμενο
περιβάλλον.




Από ξύλο ήταν και τα υπέρθυρα (ανώφλια), δηλαδή
οι οριζόντιοι δοκοί που τοποθετούνταν πάνω από τις
πόρτες και τα παράθυρα, για να μπορεί να συνεχιστεί το
χτίσιμο του τοίχου, και τα έλεγαν “πλακώματα”. [Σε

18

μέρη που υπήρχε ενδεδειγμένη πέτρα, π.χ. Αρκαδία,
συναντάμε υπέρθυρα από μονοκόμματο λίθο, που τα
έλεγαν “σκεπαστάρια”. Σήμερα τα υπέρθυρα προέρχονται
από σίδερο και τσιμέντο και τα ακούμε ως “πρέκια”].
Τα κουφώματα, θυρόφυλλα και παραθυρόφυλλα με
το πλαίσιό τους, όπως πολλοί τα θυμηθήκαμε, και
υπάρχουν έως σήμερα σε κάποια σπίτια, ήταν ξύλινα.
Όσο παλαιότερα, τόσο απλούστερη ήταν η μορφή τους
και σκοπό είχαν να εξυπηρετούν τις βασικές ανάγκες των
ενοίκων, δηλαδή φωτισμό, αερισμό και ήλιο.
Οι θύρες, πόρτες όπως συνηθίσαμε να τις λέμε,
αποτελούνταν από κάθετες σανίδες κομμένες με τον
“καταρράκτη”, που προαναφέρθηκε, και συναρμολο-
γημένες από τον μαραγκό, αφού πρώτα τις τελειοποιούσε
με την “πλάνη” του, που ήταν χειροκίνητο εργαλείο για
την λείανση των ξύλινων επιφανειών. Αργότερα, χρησι-
μοποιήθηκαν και εδώ οι ηλεκτροκίνητες μηχανές γνωστές
ως “κορδέλες”.
Οι πόρτες αποτελούνταν συνήθως από ένα φύλλο
αλλά κάποιες φορές και από δύο. Στα ισόγεια, υπήρχαν
περιπτώσεις που το πορτόφυλλο είχε οριζόντιο χώρισμα.
Το χώρισμα αυτό, κλείνοντας με σύρτη μόνο το κάτω
τμήμα της πόρτας, επέτρεπε να έχουν φως και αέρα, και
εμπόδιζε ανεπιθύμητους επισκέπτες όπως κότες, γάτες
κ.ά. Για καλύτερη ασφάλεια τοποθετούσαν εσωτερικά
διαγωνίως το κοντομοίρι, που ήταν τμήμα κονταριού από
ξύλο ή σίδερο.
Σταδιακά, οι πόρτες άρχισαν να κατασκευάζονται
από ειδικούς τεχνίτες ξύλου και να έχουν επάνω τους
στοιχεία ξυλουργικής τέχνης.
Τα παράθυρα και οι μπαλκονόπορτες, παλαιά ήταν
από συμπαγείς σανίδες, δηλαδή δίχως κενά για αερισμό,
και δίχως τζαμόφυλλα. Έτσι, αναγκαστικά έμεναν
ανοικτά πολλές ώρες την ημέρα, ιδίως κατά τους
θερινούς μήνες, και τα χελιδόνια, επιζητώντας την

19

ασφάλεια των νεοσσών τους, έχτιζαν τις φωλιές τους
εντός των σπιτιών, στα πάτερα. Τα χελιδόνια, ως πουλιά
αποδημητικά, δεν ήταν μόνιμοι συγκάτοικοι των
ανθρώπων, αλλά ούτε οι μόνοι. Υπήρχαν και άλλοι, που
ήταν μόνιμοι συγκάτοικοι όπως, κατ΄ επιλογήν το άλογο
και το γαϊδούρι. Κατ΄ ανοχή -λόγω ανάγκης- όπως τα
σπιτόφιδα που έτρωγαν τα ποντίκια. Και κάποιοι άλλοι
εντελώς ανεπιθύμητοι, όπως τα ποντίκια που έτρωγαν τα
τρόφιμα.
Πολλές φορές οι εσωτερικές πόρτες είχαν μόνον το
πλαίσιο και στη θέση του πορτόφυλλου υπήρχε κουρτίνα
από σεντόνι. Αυτά ίσχυσαν και μετά τον πόλεμο.
Άξιο αναφοράς είναι επίσης πως παλαιά, λόγω της
οικονομικής αδυναμίας, στα χωριά μας αλλά και
γενικότερα στην ύπαιθρο, υπήρχαν περιπτώσεις που
έκλειναν τα παράθυρα με σαΐσματα, κουρελούδες και
άλλα. Άκουσα όμως και διηγήσεις κατοίκων ορεινού
χωριού της Μεσσηνίας περί χρήσης, πλατανόφυλλων ως
παραθυρόφυλλα, σε παλαιότερες εποχές. Πίεζαν κλώνους
πλάτανου με πλάκες, ώστε τα φύλλα να γίνουν επίπεδα,
σαν μεγάλες σαρωματίνες, και με αυτά έφραζαν τα
παράθυρα για να μην κρυώνουν. Επισημαίνεται ότι
αντίστοιχη περίπτωση αναφέρεται στο υπό έκδοση έργο
του συντ. αν. Καθηγητή της Πολυτεχνικής Σχολής του
Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, κ.
Πετρονώτη Αργύρη, “ΠΑΡΑΘΥΡΑ ΠΕΤΡΟΠΕΛΕΚΗΤΑ
ΑΓΡΟΤΙΚΩΝ ΣΠΙΤΙΩΝ ΤΗΣ ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΥ”, όπου ο
Καθηγητής παραθέτει διήγηση γέροντος μάστορα, στα
1975-1979 στην Ανδρίτσαινα, πως στο χωριό του, Άγιο-
Σώστη, στις μέρες του ακόμη, στα φτωχά σπίτια, τα μικρά
παράθυρα, που μπορεί να είχαν και κάποιο ξύλινο
καγκελάκι, κλείνονταν με κάποιο θάμνο, ή αφάνα ή
κουρελού για να κόψουν τον αέρα.

20

Οι αποθήκες-στάβλοι είχαν φεγγίτες, δηλαδή μικρά
ανοίγματα για φως και αερισμό και όχι κανονικά
παράθυρα.
                             

21

Από καλάμια, με συνδετικό υλικό το
ασβεστοκονίαμα, κατασκεύαζαν την επένδυση μεταξύ
του σκελετού της στέγης και της κεραμοσκεπής. Η
επένδυση αυτή λειτουργούσε ως μονωτικό κατά του αέρα,
κρύου, ζέστης και σκόνης, προστάτευε όμως και από τα
ποντίκια. Στα περισσότερα παλιά σπίτια υπήρχε μόνον
αυτή η επένδυση και δεν ακολουθούσε ταβάνωμα. Όσοι
όμως είχαν οικονομική δυνατότητα, την επένδυση αυτή
έκαναν με σανίδες αντί καλαμιών. Φυσικά και στις δύο
περιπτώσεις τα πάτερα φαίνονταν. Σιγά -σιγά, όσοι
μπορούσαν, ταβάνωναν τα σπίτια τους με ειδικές λεπτές
σανίδες τοποθετημένες κάτω από τα πάτερα. Αργότερα,
μάλλον λίγο πριν τον πόλεμο, χρησιμοποιήθηκε για
ταβάνωμα, αλλά και σε εσωτερικές διαιρέσεις, υλικό
οικονομικό από πεπιεσμένο χαρτί, γνωστό ως ταβανό-
χαρτο.
Από καλάμια κατασκεύαζαν και τις καλαμωτές,
δηλαδή την επένδυση του ξύλινου σκελετού των
διαιρέσεων. Κατά κανόνα υπήρχε διπλή καλαμωτή,
δηλαδή επένδυση με καλάμια και στις δύο πλευρές του
σκελετού, και ακολουθούσε επίχρισμα με ασβεστοκο-
νίαμα. Πολλές φορές όμως, τα φτωχικά κυρίως σπίτια,
είχαν μονή καλαμωτή, ή διπλή δίχως επίχρισμα.
Τα καλάμια έκοβαν μήνα Φεβρουάριο, τα έκαναν
δέματα των 50 περίπου τεμαχίων και, δένοντάς τα σε 3-4
σημεία τους ώστε να διατηρηθεί ίσιος ο κορμός τους, τα
έβαζαν όρθια ή επάνω στο έδαφος για να ξεραθούν. Τα
καθάριζαν από τα φύλλα τους και ήταν έτοιμα προς
χρήση στο οικοδόμημα.
Κοντά στους Λαγκαδιανούς μαστόρους, έμαθαν την
τέχνη και οι ντόπιοι, όπως, οι: Πολυχρονόπουλος
Γεώργιος (Καράπαυλος), Λαμπίρης Παναγιώτης (Κόκκι-
νος) και Λαμπίρης Δημήτριος στο χτίσιμο, και ο Ψώνης
Βασίλειος στο σκέπασμα.

22

Εσωτερική διαρρύθμιση: Επειδή ο σεισμός του
1886 κατέστρεψε κτίσματα του χωριού μας και της
περιοχής γενικότερα, δεν είναι δυνατόν να βρεθούν
ακριβή και λεπτομερή στοιχεία για την εσωτερική
διαρρύθμιση των, ούτως ή άλλως, φτωχικών σπιτιών του
χωριού κατά την εποχή εκείνη. Κατά συνέπεια, για να
σχηματίσουμε άποψη, νομίζω ότι μαζί με τα όποια
στοιχεία υπάρχουν από παλιά κτίσματα, θα πρέπει να
λάβουμε υπ’ όψιν και τις σχετικές διηγήσεις περί του
τρόπου ζωής, στην περιοχή μας, κατά τις εποχές εκείνες.
Από αυτά συνάγεται ότι τα σπίτια που υπήρχαν στο
χωριό έως τον σεισμό του 1886 μάλλον ήταν μονόχωρα,
και δίχως, ή με υποτυπώδη διαρρύθμιση, π.χ. με
καλαμωτή δίχως επίχρισμα για σχηματισμό ενός
υπνοδωματίου. Στον ενιαίο χώρο τους υπήρχε η γωνιά
όπου άναβαν φωτιά για μαγείρεμα και θέρμανση και τα
λιγοστά πράγματα της οικοσκευής, όπως, σκαμνιά,
τραπέζι, κρεβάτι, βίκες, κατσαρόλες και λοιπά. Δεν
υπήρχε τζάκι, νεροχύτης και άλλες “ανέσεις”. [Σχετική
είναι η διήγηση του Σωτηρίου Κων/νου Πολυχρονόπουλου
(+2015), πως στο σεισμό του 1886, τα 18 παιδιά του
παππού του Σωτήρη κοιμόνταν, όλα, σε ένα δωμάτιο των
40 τ.μ. Επίσης σχετικό στοιχείο είναι η μορφή της
χαμοκέλας του Γιωργάκη Ανασ. Λεβέντη, που είχε
καλαμωτή -δίχως επίχρισμα- μόνον στο πίσω μέρος της,
για σχηματισμό μικρού υπνοδωματίου, η οποία
πιθανότατα προστέθηκε μεταγενέστερα της κατασκευής
της]. Όσο παλαιότερα ανατρέξουμε τόσο απλούστερη
ήταν η οικία, εξωτερικά και εσωτερικά, και υπήρχαν
φορές που, στον ίδιο χώρο, ζούσαν οι άνθρωποι και τα
ζώα.
Όπως αναφέρθηκε, ήδη πριν από το 1900 χτίζονταν
σπίτια δίπατα(=διώροφα), και μετά από το 1900 κυρίως
δίπατα. Πολλά από αυτά είχαν “καταρράκτη”, δηλαδή
καταπακτή από την οποία μπορούσαν, σε περίπτωση

23

ανάγκης, να κατέβουν από τον όροφο στο κατώι, ισόγειο
ή ημιυπόγειο, ανάλογα με την κλίση του εδάφους, δίχως
να βγουν από την οικία. Στον όροφο κατοικούσε η
οικογένεια. Στο κατώι ήταν η αποθήκη, (σιτάρι, λάδι,
κρασί κ.λ.π.) και τα ζώα (άλογο, γαϊδούρι, αιγοπρόβατα).
Η συγκατοίκηση αυτή είχε αρνητικά αλλά είχε και ένα
θετικό, την θερμότητα που εδημιουργείτο από τα ζώα και
θέρμαινε τον όροφο.
Σταδιακά άρχισε, με το κτίσιμο της οικίας, να
κατασκευάζεται κουζίνα ως ξεχωριστό κτίσμα ή ως
εφαπτόμενο με την υπόλοιπη οικία αλλά με ξεχωριστή
είσοδο. Επίσης να κατασκευάζονται κουζίνες στα
παλαιότερα που δεν είχαν. Αλλά και να κατασκευάζονται
ως στάβλοι, ανεξάρτητα κτίσματα από φτηνά υλικά.
Άρχισαν επίσης να χτίζονται σπίτια με ευρύχωρη σάλα,
διάδρομο και υπνοδωμάτια.
Θυμάμαι όμως και κάποια πέτρινα, παλιά δίπατα
σπίτια, τα περισσότερα ήταν Ζαχαραίικα, που είχαν
κουζίνα στο ισόγειο και εσωτερική σκάλα που οδηγούσε
στον όροφο.
Φυσικά δεν υπήρχαν τουαλέτες εντός των σπιτιών,
αφού δεν υπήρχε νερό. Το χωριό ηλεκτροδοτήθηκε γύρω
στο 1970 και υδροδοτήθηκε λίγο αργότερα. Όμως σε
πολλές κουζίνες έμπαινε σιγά-σιγά, μετά τον πόλεμο,
νεροχύτης στον οποίο αντί βρύσης υπήρχε φορητό
βρυσάκι γεμάτο νερό για το πλύσιμο ανθρώπων,
τροφίμων, πιάτων κ.λ.π.
Επειδή η ανάγκη κάνει τον άνθρωπο ολιγαρκή,
πρακτικό και εφευρετικό, δεν πέταγαν με ευκολία τα
θεωρούμενα -κατά τη δική μας σήμερα κρίση (γνώμη) - ως
άχρηστα αντικείμενα, αλλά εύρισκαν λύσεις που δεν
μπορούμε να φανταστούμε. Έτσι κάποιες φορές
εξωτερικά της εισόδου των ισογείων ή στην αρχή της

24

σκάλας επί διωρόφων, υπήρχε μια παλιά αξίνα μπηγμένη
εντός του εδάφους, με τρόπο ώστε να προεξέχει το
αιχμηρό της τμήμα. Σήμερα έχουν εκλείψει, όμως παλιά
είχα δει μία στα Παπούλια. Αντίστοιχα χρηστικά
αντικείμενα υπήρχαν στις πόλεις, ήταν από απλά έως
περίτεχνα, (πολλά υπάρχουν ακόμη, δίχως να χρησι-
μοποιούνται), ονομάζονταν ποδόμακτρα, και είχαν τον
ίδιο σκοπό με τις “φυτεμένες” αξίνες των χωριών· να
καθαρίζει ο εισερχόμενος τα παπούτσια του, από τις
λάσπες, πριν μπει στο σπίτι. Ήταν το “χαλάκι” μιας
άλλης εποχής.
                                  
Αξίνα επίσης έχτιζαν κάποιες φορές στον τοίχο
ώστε να προεξέχει εξωτερικά μόνον η υποδοχή που
μπαίνει το στυλιάρι της και έτσι αποκτούσαν σταθερή
και γερή δέστρα για κάποιο ζώο. Και φυσικά από μια
παλιά αξίνα έφτιαχναν στον σιδερά το εξαιρετικό σκεύος
που έφτασε έως εμάς, την πετουλαξίνα.
Τα περισσότερα σπίτια, όσα είχαν αυλή, είχαν και
τον φούρνο τους αφού το ψωμί της οικογένειας έφτιαχνε
η οικοκυρά και όχι ο φούρναρης της περιοχής. Τους
φούρνους κατασκεύαζαν αρχικά οι Λαγκαδιανοί και στην
συνέχεια ντόπιοι που μαθήτευσαν κοντά τους.

25

Η κατασκευή ενός καλού φούρνου, δηλαδή φούρνου
που να βγάζει καλό ψωμί, είναι τέχνη για την οποία
απαιτείται να γραφεί ολόκληρο κεφάλαιο. Εδώ θα
αναφέρουμε μόνον ότι κάποιοι ήταν πέτρινοι και κάποιοι
από πηλό και πως για να κλείσουν οι οικοκυρές το στόμιό
τους χρησιμοποιούσαν την βάση κάποιου άχρηστου
σιδεροβάρελου, κάμπτοντάς την κατά γωνία 90 μοιρών
ώστε να πατάει με ευστάθεια.
Εάν η αυλή είχε και δένδρα, μουριές κυρίως, πάνω
σε μία από αυτές, κάποιοι έφτιαχναν, το καλοκαίρι,
“φρετζάτα” (ή “φρουτζάτα”), που ήταν κρεβάτι από
σανίδες καρφωμένες η μία δίπλα στην άλλη και
στερεωμένες ψηλά στα σταυρώματα της μουριάς. Το
κρεβάτι ήταν καλά προστατευμένο από τα κλαδιά του
δένδρου, τις άκρες των οποίων έδεναν μεταξύ τους έτσι
ώστε να σχηματίζουν θόλο. Εκεί συνήθως ανέβαιναν να
κοιμηθούν νέοι άνδρες. Σε μια “φρετζάτα”, φτιαγμένη
επάνω σε ψηλή μουριά, θυμάμαι να κοιμάται τα
καλοκαίρια ο Σταύρος Νικ. Λεβέντης. Άλλοι πάλι
έφτιαχναν “κρεβάτα”, που ήταν υπερυψωμένη κατασκευή
από ξύλα και καλάμια, κάτω από κλιματαριά ή άλλο
δένδρο, περιφραγμένη γύρω της συνήθως με λιόπανο,
στην οποία, με χαμηλή σκαλίτσα, ανέβαινε η οικογένεια
να κοιμηθεί τα βράδια του καλοκαιριού λόγω της δροσιάς
που υπήρχε εκεί. Η πόρτα της έκλεινε με τμήμα του
λιόπανου ή με κουρελού. Το στρώμα αποτελείτο από
βρωμίστρα, δηλαδή άχυρο από βρώμη. Με βρωμίστρα,
επειδή αυτή δεν έχει άγανα όπως το άχυρο άλλων
δημητριακών, ήταν γεμάτα και κάποια, αν όχι όλα,
στρώματα μέσα στα σπίτια. Αυτό ίσχυσε και μετά τον
πόλεμο.

26



27
                        ΑΓΡΟΙΚΙΕΣ

Οι κάτοικοι των χωριών εργάζονταν επί πολλές
ώρες στα χωράφια. Πολλές φορές, ειδικά τη χειμερινή
περίοδο που ο ήλιος ανατέλλει αργά και δύει νωρίς,
νύχτα έφευγαν και νύχτα γύριζαν. Επί πλέον οι βροχές
ήταν συχνές και σφοδρές και στα χωράφια τους
πήγαιναν όχι με αυτοκίνητα, όπως γίνεται σήμερα, αλλά
ένας επάνω στο άλογο ή το γαϊδούρι -αν είχαν- και οι
άλλοι με τα πόδια. Γι΄ αυτό υπήρχε ανάγκη
καταλύματος. Έτσι, όσοι μπορούσαν, έφτιαχναν στα
χωράφια τους από υποτυπώδη καταλύματα έως
κανονικά αγροτόσπιτα.
Το πιο απλό κατάλυμα σε χωράφια που είχα δει στα
Παπούλια, βρισκόταν βόρεια, μακριά από το χωριό, στο
τοπωνύμιο “Λάκα” και ήταν τεχνητό κοίλωμα, σαν
μικρή σπηλιά, σε πλαγιά που δεν ήταν πετρώδης και
μπορούσε να σκαφτεί. Το κατάλυμα αυτό μπορούσε να
προστατεύσει 3-4 εργαζόμενους ώσπου να περάσει η
μπόρα, για να συνεχίσουν πάλι την δουλειά τους.
Παρόμοιο κατάλυμα υπήρχε στο τοπωνύμιο
“Πλατανάκι” που βρίσκεται πλησίον του τοπωνυμίου
“Λουτρό”.
Έφτιαχναν και καλύβες ή καλύβια, όπως ο καθένας
μπορούσε. Για τις πλευρές των καλύβων χρησιμοποιού-
σαν τη φτέρη, την ψάθρα και το ψαθί, (με προτιμότερο
το ψαθί από την ψάθρα λόγω μεγαλύτερου μήκους), τα
οποία στερέωναν με καλάμια, καρφωμένα κατά
διαστήματα, στο σκελετό της καλύβας.
Διευκρινίζονται τα εξής, όσον αφορά τη διάκριση
μεταξύ καλύβας και καλυβιού αφ΄ενός, και ψαθιού και
ψάθρας αφ΄ετέρου. 1) Οι πλευρές των καλύβων
αποτελούνται από οργανικά υλικά όπως, φτέρη, ψαθί,
ψάθρα, ξύλα, καλάμια, και κατοικούνται μόνον από
ανθρώπους επειδή τα ζώα τις καταστρέφουν. Οι πλευρές
των καλυβιών αποτελούνται από ανόργανα υλικά όπως

28

πέτρα και πλίθρες, και μπορούν να κατοικηθούν από
ανθρώπους και ζώα. 2) Το ψαθί έχει μήκος δύο έως
δυόμισι μέτρα, φυτρώνει μόνον σε ποτάμια και
αποτελείται από τρία έως τέσσερα στελέχη. Η ψάθρα
έχει μήκος περί το ένα μέτρο, φυτρώνει παντού, γι΄αυτό
κατακλύζει και τα καλλιεργούμενα μέρη, και είναι
μονόστηλη με το επάνω (ακραίο) μέρος της πολύ
αιχμηρό. Υπάρχει και το ψαθί που πλέκουν την
επιφάνεια των καρεκλών, αλλά αυτό διαφέρει από το
ψαθί που χρησιμοποιούσαν στις καλύβες/βια.
Μια καλύβα από φτέρη, με τρεις πλευρές που
κατέληγαν σε κορυφή, υπήρχε στο τοπωνύμιο “Πλατα-
νάκι”. Είχε πόρτα δίχως θυρόφυλλα και δεν είχε
παράθυρο. Κατά κανόνα όμως οι καλύβες ήταν
τετράπλευρες.
Τα απλά καλύβια ήταν δίχως θεμέλια, από
ξερολιθιά, δηλαδή από πέτρα δίχως επεξεργασία και
δίχως συνδετικό υλικό. Ένα τέτοιο καλύβι έπρεπε να
έχει πολύ μικρές διαστάσεις (να χωράει 3-4 πρόσωπα)
και να είναι πολύ χαμηλό, (να μπαίνει ο άνθρωπος
σκυφτός), ώστε να μειώνεται ο κίνδυνος κατάρρευσης.
Άνοιγμα υπήρχε μόνον για πόρτα, η οποία δεν είχε
θυρόφυλλα. Ένα τέτοιο καλυβάκι με επικλινή στέγη
από ψάθρα θυμάμαι στο τοπωνύμιο “Πανουκλιάρα”.
Όσον αφορά τη στέγη, στα απλά καλύβια ήταν
συνήθως μονόρριχτη ή δίρριχτη, δηλαδή με ένα ή δύο
επικλινή επίπεδα αντίστοιχα. Για να γίνει μονόρριχτη,
ύψωναν τον τοίχο μιας πλευράς περισσότερο από των
τριών άλλων, ώστε να υπάρχει κλίση για τα νερά της
στέγης. Κατά προτίμηση ύψωναν την πλευρά έναντι της
πόρτας, διότι τα απλά καλύβια ήταν χαμηλά, και επειδή
οι άνθρωποι έμπαιναν σκυφτοί ήταν καλύτερα, μπαίνο-
ντας, να υψώνεται παρά να χαμηλώνει η στέγη. Για
δίρριχτη στέγη, έβαζαν στη μέση δύο αντικριστών
πλευρών του καλυβιού ένα χονδρό ξύλο ως “κορφιά”,

29

σχηματίζοντας έτσι δύο -ελαφρώς κεκλιμένα- επίπεδα
για τα νερά. Και στις δύο μορφές στέγης κάρφωναν
ενδεδειγμένα στηρίγματα, (σανιδάκια, καλάμια ή άλλα)
και επάνω σε αυτά στερέωναν τα υλικά με τα οποία
κάλυπταν τη στέγη, που, στα απλά καλύβια, ήταν
πλατανόφυλλα, ψάθρα, ή ψαθί. Τα κενά στο άνω μέρος
των τοιχίων των καλυβιών, που σχηματίζονταν λόγω
του μεγαλύτερου μήκους μιας πλευράς ή του κορφιά,
έκλειναν με πετρούλες και λάσπη.
Στέγη από πλατανόφυλλα: Έκοβαν μεγάλους
κλώνους πλατάνου και τους “πάταγαν” με πλάκες ώστε
να γίνουν επίπεδοι σαν μεγάλες σκούπες. Στη συνέχεια
σκέπαζαν με τις “σκούπες” αυτές την στέγη έχοντας τα
φύλλα τους προς τα άκρα της στέγης έως που να προ-
εξέχουν των τοιχίων του καλυβιού, και τους κορμούς
τους προς την κορυφή, τοποθετώντας τες όπως τα
κεραμίδια, δηλαδή με τρόπο που το νερό να κυλάει προς
τα τοιχία. Στερέωναν με σύρμα, καλάμια ή άλλο μέσον.
Στέγη από ψάθρα ή ψαθί: Έκαναν δέματα από αυτά
και σκέπαζαν την στέγη, τοποθετώντας τα με το φαρδύ
μέρος προς τα άκρα της στέγης μέχρι που να προεξέχουν
των τοιχίων. Στη συνέχεια, στις ενώσεις των δεμάτων
τοποθετούσαν άλλα δέματα, ώστε να μην περνάει το
νερό. Στερέωναν το ψαθί καλά και η στέγη ήταν έτοιμη.
Υπήρχαν βέβαια και καλύβια από πέτρα ή από πέτρα
και πλίθρα· με θεμέλια, με κανονικά πορτοπαράθυρα και
με στέγη από κεραμίδια. Υπήρχαν όμως περιπτώσεις που
και αυτά είχαν στέγη από ψάθρα ή ψαθί αλλά με πιο
φροντισμένο τρόπο κατασκευής. Συγκεκριμένα,
επένδυαν το σκελετό της στέγης με καλάμια,
ακολουθούσε επίχρισμα από λάσπη, και επάνω από αυτά
έμπαινε η ψάθρα ή το ψαθί τα οποία στερέωναν με
σίρμα, καλάμια ή άλλο τρόπο. Ίσως υπήρχαν και
κάποια, ελάχιστα, καλύβια σκεπασμένα με πλάκες που
έβγαιναν από το έδαφος της περιοχής.

30

Μιας τέτοιας πλάκας τμήμα, εντοίχιζαν πολλές
φορές σε εξωτερικό τοίχο πετροκάλυβου και έτσι
αποκτούσαν μικρό πεζούλι (ράφι) για διάφορες χρήσεις.
Τέλος να επισημάνουμε ότι το καλοκαίρι πολλές
οικογένειες έμεναν για ένα διάστημα στις “σταφίδες”,
δηλαδή στα χωράφια όπου καλλιεργούσαν σταφίδα,
φτιάχνοντας εκεί προσωρινές καλύβες ή “κρεβάτες”,
ώστε να προστατεύουν τον καρπό στα αλώνια από
κλέφτες, αλλά και από ξαφνικές βροχές σκεπάζοντας
τον.
                                   

31

ΚΑΠΟΙΕΣ ΠΑΛΙΕΣ ΟΙΚΙΕΣ ΤΟΥ ΧΩΡΙΟΥ
Μετά από τα γενικά περί της κατασκευής τους, ας
αναφερθούμε σε κάποια παλιά σπίτια του χωριού, για την
ιστορία των οποίων υπάρχουν γνωστά στοιχεία. Από
αυτά, άλλα έχουν καταρρεύσει προ πολλού, άλλα είναι
μισογκρεμισμένα, άλλων άλλαξε, λιγότερο ή περισσό-
τερο, η αρχική μορφή, λόγω αναγκαίων εργασιών, και
κάποια έχουν διατηρήσει, σε σημαντικό βαθμό τα αρχικά
χαρακτηριστικά τους. Τα σπίτια αυτά, χτίστηκαν σε
διάφορες χρονικές περιόδους και συνετέλεσαν στην
οικιστική εξέλιξη του χωριού. Τα παραθέτουμε, εδώ, ως
δείγμα οικοδόμησης για την εποχής τους, και γι΄αυτό θα
αναφερθούν με τα αρχικά γνωστά χαρακτηριστικά τους.
1. Οικία Πολυχροναίων, στη βόρεια πλευρά της
πλατείας του χωριού. Ο Κων/νος Σωτήρη Πολυχρονόπου-
λος, (παρωνύμιο Φρακάρας), είχε διηγηθεί, γύρω στα
1970, στα πλαίσια μαθητικής εργασίας, στον Νικόλαο Π.
Λεβέντη, ότι ήταν η παλαιότερη του χωριού, είχε καεί από
τον Ιμπραήμ και είχε επισκευαστεί αργότερα, και ότι σε
φθαρμένη από τα ακονίσματα πέτρα, που υπήρχε έως
τότε, στη βάση της βόρειας πόρτας του σπιτιού, ακόνιζε
το σπαθί και το ξίφος του -κατά την περίοδο της
επανάστασης του 1821- ο Πολυχρόνης Πανταζόπουλος
που σκοτώθηκε το 1825 με τον Παπαφλέσσα στο
Μανιάκι. (Από το όνομά του, οι απόγονοί του έλαβαν το
επώνυμο Πολυχρονόπουλος).
Ο Σωτήριος(+2015), γιος του Κων/νου και εγγονός
του Σωτήρη, μου είχε διηγηθεί, πως στον μεγάλο σεισμό
του 1886 καταπλακώθηκε, από υλικά του σπιτιού, το
μεγαλύτερο παιδί του παππού του, η Παναγιώτα, αλλά
την έβγαλαν ζωντανή και το σπίτι επισκευάστηκε και
πάλι.

32

Οι τοίχοι έχουν σημαντικό πάχος και η εσωτερική
διαρρύθμισή πρέπει να ήταν υποτυπώδης αφού, όπως
αναφέρθηκε σε προηγούμενη σελίδα, σε ένα δωμάτιο 40
περίπου τ.μ. κοιμόνταν 18 παιδιά.
Η οικία, μετά από αναγκαίες, επισκευές και
τροποποιήσεις, έχασε τα παλαιά χαρακτηριστικά της.
2. Οικία Λεβενταίων που ήλθαν από τα Κάτω
Παπούλια, λόγω διάλυσης του χωριού αυτού.
Βρισκόταν νότια, πλησίον της πλατείας του χωριού
και θεωρείται ότι χτίστηκε προ του 1900, άγνωστο όμως
είναι αν χτίστηκε πριν ή μετά από το σεισμό του 1886, ή
αν κατέρρευσε, εν μέρει, από αυτόν και επισκευάστηκε.
Ο Καθηγητής κ. Πετρονώτης, που προαναφέρθηκε, μελε-
τητής των δραστηριοτήτων των Λαγκαδιανών μαστόρων,
λέει ότι το χτίσιμο της οικίας είναι πολύ κακής ποιότητας
και ότι το μεγάλο μέγεθος του παραθύρου και ιδίως η
μορφή του υπερθύρου του παραπέμπουν, χρονικά, στο
μεσοδιάστημα 1886-1900.
Ήταν χαμοκέλα, δηλαδή κτίσμα επίμηκες, χαμηλό,
και φτωχικό σαν κελί. Οι τοίχοι του αποτελούνταν από
πέτρα -όχι καλής ποιότητος- και από πλίθρα δίχως
επίχρισμα. Συνδετικό υλικό της πέτρας, όπως και στα
υπόλοιπα αυτής της εποχής και περιοχής, ήταν η λάσπη.
Το δάπεδο ήταν χωματένιο. Η πόρτα ήταν ανατολικά,
αποτελείτο από κάθετες σανίδες και είχε οριζόντιο
χώρισμα στη μέση, δημιουργώντας έτσι “πανωπόρτι” και
κατωπόρτι”. Αριστερά και δεξιά της πόρτας, στο μέσον
περίπου του ύψους της, υπήρχε -ανάμεσα σε δύο πέτρες
του πλαισίου της- εμφυτευμένο σίδερο που κατέληγε
εξωτερικά σε διπλό σιδερένιο “άγκιστρο” με το ένα τμήμα
του εστραμμένο προς την επάνω και το άλλο προς την
κάτω πέτρα. Ο κ. Πετρονώτης, λέει ότι, τα σιδεράκια
αυτά, (που αγκιστρώνονταν στον αρμό ανάμεσα σε δύο

33

λίθους), έμπαιναν μέσα στον τοίχο με τρόπο που να
κρατάνε και την κάσα της πόρτας, ονομάζονταν
“τζινέτια”, και είχε δει μια τέτοια πόρτα στο Ροϊνό
Αρκαδίας. Τζινέτια υπάρχουν και στην νότια είσοδο του
νεκροταφείου, (ναός Κοιμήσεως της Θεοτόκου), που έχει
χτιστεί το 1846. (Η χρονολογία αυτή έχει σκαλιστεί στον
μανδρότοιχο του ναού αλλά και εντός αυτού, όπως
φάνηκε από την αναπαλαίωσή του πριν λίγα χρόνια).
Μάλλον μπορούμε να υποθέσουμε ότι η χρήση των
τζινετιών, στην περιοχή μας, ήλθε από κτίστες Αρκάδες.
                                       

Στην δυτική πλευρά, απέναντι από την πόρτα της
οικίας, υπήρχε άλλη, μικρότερη, βοηθητική, που την
έλεγαν “παραπόρτι” και οδηγούσε σε αυλή όπου

34

στάβλιζαν τα ζώα. Το παράθυρο ήταν σανιδένιο. Στο
πίσω μέρος της χαμοκέλας υπήρχε καλαμωτή, δίχως
επίχρισμα, για σχηματισμό ενός υπνοδωματίου. Πιθανόν
όμως, η καλαμωτή αυτή να προστέθηκε μεταγενέστερα,
διότι ένας εκ των αφηγητών, θυμάται το σπίτι ως
μονόχωρο. Σήμερα το σπίτι αυτό δεν υπάρχει.
3. Οικία Βασιλοπουλαίων, ανατολικά της πλατείας.
Είναι άγνωστο αν χτίστηκε πριν ή μετά από το σεισμό
του 1886, είναι όμως γνωστό ότι το 1920 λειτουργούσε
ως καφενείο. Είναι χαμηλό, πετρόκτιστο ισόγειο κτίσμα
με παράθυρα από σανίδα, όπως προκύπτει από το ένα
που δεν έχει αντικατασταθεί. Η πόρτα του είναι επίσης
ξύλινη αλλά με τέχνη. Ο χώρος του ήταν ενιαίος αλλά
αργότερα με διαίρεση σχηματίστηκε μικρή κουζίνα και το
δάπεδο καλύφθηκε με σανίδες. Εξωτερικά έχει πεζούλι.
Μετά την πτώση τμήματος του εξωτερικού επιχρίσματος
διαπιστώθηκε ότι συνδετικό υλικό, στο χτίσιμο, ήταν
λάσπη με άμμο και ότι, για καλύτερη στήριξη, φέρει
ξυλοδεσιά από δοκούς μικρού μήκους τοποθετημένους
παράλληλα και διαγώνια προς το έδαφος. Ο κ. Πετρο-
νώτης λέει ότι είναι χαρακτηριστικό σπάνιο η χρήση
ξύλινου, με χιαστί ξύλα, σκελετού με παράλληλη
εφαρμογή οριζόντιας ξυλοδεσιάς τα δε κενά συμπληρού-
μενα με τοίχο και ότι θυμίζουν τρόπο κτισίματος
δυτικομακεδόνων μαστόρων. Λέει ακόμη ότι δεν έχει δει
ούτε ένα δείγμα τέτοιου τοίχου από Λαγκαδιανούς, όπως
και τα άκρα των οριζόντιων δοκών της στέγης να
βγαίνουν τόσο έξω, και ότι από τα υπάρχοντα στοιχεία
είναι πολύ δύσκολη η χρονολόγηση της οικίας.
Γνωρίζοντας πότε περίπου κάθε οικογένεια,(σόι),
ήλθε στο χωριό, προσωπική μου άποψη είναι ότι η οικία
αυτή, πιθανόν χτίστηκε προ του 1900.
                                    

35



36

4. Οικία Πανταζαίων. Βρίσκεται ανατολικά της
πλατείας και είναι διώροφο, χαμηλό κτίσμα. Οι τοίχοι του
έχουν σημαντικό πάχος, όπως συνηθιζόταν παλιά και
ενός τουλάχιστον παραθύρου έχουν διατηρηθεί οι μικρές
διαστάσεις, όπως επίσης συνηθιζόταν παλιά. Δεν
προκύπτει πότε περίπου οικοδομήθηκε, όμως λαμβάνο-
ντας υπ΄όψιν τα χαρακτηριστικά του σπιτιού, αλλά και
ότι εκεί μεγάλωσαν μέλη της οικογένειας γεννημένα πριν
από το 1900, τεκμαίρεται ότι πριν από το 1900 πρέπει να
χτίστηκε και το σπίτι. Στην πρόσοψη υπάρχει χαγιάτι, το
οποίο παλαιότερα ήταν ξύλινο με πέτρινη σκάλα. Από το
χαγιάτι, είσοδος οδηγεί σε μεγάλη κουζίνα-καθιστικό,
συνέχεια της οποίας υπάρχουν δύο ακόμη δωμάτια.
Λόγω επιχρίσματος (σοβά) και άλλων αναγκαίων
εργασιών, σε διάφορες χρονικές περιόδους, η οικία έχασε
τα αρχικά της χαρακτηριστικά.
Πριν αναφερθούμε στην επόμενη οικία, α/α 5, πρέπει
να επισημάνουμε τα εξής. Παλαιά, πολλοί Χωραΐτες είχαν
αγροτικές εκτάσεις σε μεγάλη απόσταση από την Χώρα,
που έφταναν έως τα “Χίλια χωριά”, δηλαδή έως την
περιοχή των σημερινών χωριών Φουρτζή-Σουληνάρι-Βελή.
Έτσι κατείχαν αγροτικές εκτάσεις και στην περιοχή μας,
π.χ. Χεραίοι κοντά στο χωριό Πλάτανος, Σταματελόπου-
λοι στον Τύμβο Παπουλίων, Λελαίοι στην περιοχή Λελαίι-
κα -σήμερα Λάμια- Παπουλίων ως προικώο λόγω γάμου με
Πανταζοπούλα, Βοριαίοι στα Μεγαμπέλια κ.ά.
5. Οικία οικογένειας Χωραϊτών. Είναι παλαιό,
ισόγειο κτίσμα, ανατολικά έναντι του κτηρίου του πρώην
δημοτικού σχολείου. Πότε ακριβώς χτίστηκε δεν είναι
γνωστό, οι κάτοικοί του όμως γνωρίζουν ότι χτίστηκε
πολύ πριν από το 1900. Οι τοίχοι του έχουν σημαντικό
πάχος, όπως συνηθιζόταν παλαιά, και ήταν χωρισμένο σε
δύο τμήματα με ξεχωριστή είσοδο έκαστο, ένα τμήμα για

37

να κατοικούν οι ιδιοκτήτες του και ένα για τα ζώα τους.
Οι Χωραΐτες κάτοχοί του, έπαιρναν την οικοσκευή και τα
αιγοπρόβατά τους και εγκαθίσταντο το καλοκαίρι στα
Παπούλια όπου είχαν σταφίδες, κύρια καλλιέργεια
εκείνης της εποχής.
Στις αρχές της δεκαετίας του 1920 το κτίσμα
πουλήθηκε και το αγόρασαν Πολυχροναίοι. Στη συνέχεια
το ανακαίνισαν, έγιναν σε αυτό προσθήκες, και απέκτησε
μορφή σύγχρονης κατοικίας, χάνοντας τα παλιά χαρακτη-
ριστικά του. Ο αρχικός -από την Χώρα- ιδιοκτήτης του
πιθανόν λεγόταν Σταματελόπουλος.
Όπως προαναφέρθηκε, υπήρξαν και κάποιες οικίες,
τουλάχιστον πέντε, όπως προέκυψε από την έρευνα, όλες
πετρόκτιστες και δίχως εξώστη, που είχαν μια ιδιαίτερη
εσωτερική διαρρύθμιση, η οποία διέφερε από αυτή των
συνήθων κατοικιών. Η διαρρύθμιση αυτή, την οποία είχα
δει και εγώ σε τρεις από τις οικίες, αλλά δεν γνωρίζω
από που έλκει την προέλευσή της, και ούτε την είδα σε
σπίτια άλλου μέρους, στη συνέχεια εξέλιπε από τα
Παπούλια. Όμως υπήρχε σε σπίτια της Καλαμάτας
κτισμένα προ του 1900, όπως θυμάται και μου διηγήθηκε
αφηγητής που γεννήθηκε και μεγάλωσε στην πόλη αυτή,
και πιθανότατα θα υπήρχε και αλλού.
Από τις πέντε αυτές οικίες, τέσσερις ήταν Ζαχαραί-
ικες και εξ αυτών πιθανόν οι τρεις να είχαν χτιστεί
περίπου την ίδια εποχή. Σήμερα υπάρχουν οι δύο. Η
πέμπτη οικία είναι Λεβενταίικη. Θα περιγράψουμε δύο
από αυτές, τις υπό α/α 6 και 9.
6. Οικία Ζαχαραίων, νότια της πλατείας. Το ισόγειο
ήταν χωρισμένο σε δύο τμήματα με χωριστές εισόδους. Το
ένα τμήμα χρησίμευε ως κουζίνα-καθιστικό, και καθ΄
ύψος έφτανε ως την στέγη, δηλαδή δεν υπήρχε επάνω του
όροφος. Το άλλο τμήμα του ισογείου χρησίμευε ως

38

αποθήκη-στάβλος και επάνω του υπήρχε όροφος (πάτωμα)
που χρησίμευε ως υπνοδωμάτιο. Στον χώρο αυτό, δηλαδή
στον όροφο που χρησίμευε ως υπνοδωμάτιο, ανέβαιναν
από την κουζίνα-καθιστικό με εσωτερική σκάλα και ήταν
ενιαίος, δηλαδή δεν είχε εσωτερικές διαιρέσεις. Δεν είχε
ούτε εσωτερικό τοίχο (προς την πλευρά της κουζίνας-
καθιστικού). Ο κ. Πετρονώτης λέει ότι, η οικία αυτή, με
τα φτωχά λίθινα υλικά της, αλλά καλοχτισμένη γωνία
και μεγάλα καλοπελεκημένα αγκωνάρια, δεν είναι εύκολο
να χρονολογηθεί, διότι το σχήμα και ιδίως η κάλυψη των
παραθύρων δεν βοηθούν σε χρονολόγηση. Γνώμη του
όμως είναι πως χτίστηκε, μάλλον, αρκετά πριν το 1900. Η
άποψή του συμφωνεί, νομίζω, και με το γεγονός ότι εκεί
κατοίκησαν μέλη της οικογένειας γεννημένα πολύ πριν
το 1900. Σήμερα η οικία έχει γκρεμιστεί σχεδόν στο
σύνολό της.
                               

39

7. Οικία οικογένειας Βοριά από την Χώρα. Βρίσκεται
ανατολικά της πλατείας και είναι διώροφη, κτισμένη
από Λαγκαδιανούς. Οι ιδιοκτήτες της, Βοριαίοι από
τη Χώρα, είχαν κτηματική περιουσία στη θέση
Μεγαμπέλια των Παπουλίων. Είναι όλη από πέτρα, με
συνδετικό υλικό λάσπη και όχι ασβεστοκονίαμα,
παρ΄ότι δεν επρόκειτο για σπίτι φτωχής οικογενείας.
Πότε ακριβώς χτίστηκε δεν είναι γνωστό. Όμως, αν
λάβουμε υπ΄όψιν ότι οι Χωραΐτες, μετά το 1900,
πούλαγαν και δεν αγόραζαν χωράφια, ούτε έχτιζαν
σπίτια στο χωριό, και ότι ο αγοραστής της οικίας, ο
οποίος απεβίωσε το 1925, λειτούργησε, στο ισόγειό
της, κατάστημα επί πολλά χρόνια, οδηγούμαστε στο
συμπέρασμα ότι η ανέγερση, και μέρος ίσως των
λοιπών εργασιών, πιθανόν είχαν γίνει πριν ή πολύ
λίγο μετά από το 1900. Φέρει ξυλοδεσιά περιμετρικά
του κτιρίου σε τρία επίπεδα. Σε κάποια σημεία η
ξυλοδεσιά έχει και δοκούς από το εξωτερικό προς το
εσωτερικό του τοίχου. [Η ξυλοδεσιά, μαζί με την
λάσπη που χρησιμοποιούσαν ως συνδετικό υλικό,
βοηθούσε στην αντισεισμικότητα των κτισμάτων από
πέτρα.] Η στέγη αποτελείται από “γαλλικά” κεραμί-
δια. Είναι το μόνο από τα παλιά κτίσματα με αυτού
του είδους κεραμίδια και δεν χρειάστηκε να
αλλαχθούν έως σήμερα. Στην πρόσοψη, ψηλά, υπάρχει
σχηματισμένος σταυρός από οκτώ κεραμίδια. (Φαίνο-
νται στην φωτογραφία της οικίας). Ο κ. Πετρονώτης
λέει ότι αυτό το σπίτι φέρει το “σήμα κατατεθέν” των
Λαγκαδιανών μαστόρων, δηλαδή αυτό το σταυροειδές
σήμα/σχήμα από οκτώ κεραμίδια. Επισημαίνεται ότι
ένα ακόμη σπίτι, στη νότια πλευρά της πλατείας,
αρχικά Ζαχαραίικο και στη συνέχεια Πανταζαίικο,
φέρει αυτό το σχήμα, “σήμα κατατεθέν” των Λαγκα-
διανών.]

40

Εσωτερικά, οφιοειδής ξύλινη σκάλα με επένδυση και στα
κάθετα τμήματα της, (δηλαδή μεταξύ των σκαλοπατιών
της), και ξύλινα επίσης τα κάγκελα και την κουπαστή
της, οδηγεί από το ισόγειο στο κέντρο του ορόφου και
συγκεκριμένα σε μεγάλο σαλόνι, δεξιά και αριστερά του
οποίου υπάρχουν δύο ακόμη δωμάτια, μικρών όμως
διαστάσεων. Το ταβάνι της οικίας προέρχεται από λεπτές
σανίδες. Το ισόγειο αποτελείται από ενιαίο χώρο.
Οι Βοριαίοι κάποια στιγμή πούλησαν το σπίτι και
αργότερα την κτηματική τους περιουσία. Το σπίτι
αγόρασε ο Πανάγος Ζαχαρόπουλος, που συνέχισε την
τελειοποίησή του αφήνοντας όταν πέθανε, το 1925, μόνον
ένα δωμάτιο αταβάνωτο.
Στο ισόγειο λειτουργούσε καφενείο-παντοπωλείο
του αγοραστού. Από τις διηγήσεις δεν προκύπτει πότε
αυτός αγόρασε την οικία, ούτε για πόσο διάστημα
λειτούργησε εκεί το κατάστημά του. Οι διηγήσεις όμως
λένε ότι ήταν χονδρέμπορος με πελάτες σε χωριά μέχρι
του Χανδρινού, αναφέρεται δε και ένα ατυχές
περιστατικό την εποχή της λειτουργίας του καταστήματός
του. Αδελφός της μητέρας του Κώστα Κουκουλά,
Παναγιώτας, ήταν υπάλληλος του Πανάγου. Πηγαίνοντας
προς την Πύλο -για εργασίες του καταστήματος- έπεσε
από το άλογο, σύρθηκε από αυτό και έχασε την ζωή του.
Σε δύο ημέρες μετά από το ατύχημα θα έφευγε για την
Αμερική, με την πρώτη μετανάστευση. Έτσι αντί για το
μακρινό ταξίδι προς τον “Νέο Κόσμο”, όπως έλεγαν την
Αμερική, έφυγε για το αιώνιο ταξίδι προς τον “Άλλο
Κόσμο”. Το ισόγειο, αργότερα και για όσο διάστημα
κατοικήθηκε η οικία μετά τον πόλεμο, χρησιμοποιήθηκε
ως κουζίνα των ιδιοκτητών της.
                                

41

Επισημαίνεται πως ούτε αυτή η οικία έχει εξώστη
παρ΄ ότι τόσο στην εξωτερική όσο και στην εσωτερική
μορφή της εδόθη ιδιαίτερη προσοχή και παρ΄ότι οι
Λαγκαδιανοί μαστόροι προσέθεταν από παλαιά εξώστες
σε άλλα μέρη. Αυτό πιθανόν να μαρτυρά ότι έως την
εποχή που οικοδομήθηκε, δεν συνηθίζονταν οι εξώστες
στο χωριό, (ή και στην ευρύτερη περιοχή;), δίχως να είναι
γνωστό το γιατί. Πιθανόν να ξεκίνησε από λόγους
οικονομικής αδυναμίας και στη συνέχεια να παγιώθηκε
ως τρόπος οικοδόμησης.

42

Επειδή, το 1959, υποχώρησε μέρος της ξυλοδεσιάς
επάνω από τα παράθυρα της δυτικής πλευράς και στη
συνέχεια υποχώρησαν πέτρες πάνω από την ξυλοδεσιά,
προστέθηκαν στο τμήμα αυτό πλίθρες. Για ποιο λόγο
πλίθρα; Ίσως λόγω έλλειψης κατάλληλης πέτρας, ή
ικανού τεχνίτη για την λάξευσή της. Επεμβάσεις λόγω
φθορών έγιναν και σε άλλα σημεία. Όμως παρ΄όλα αυτά
και παρά τη φθορά του χρόνου, παραμένει αδιαμφισβή-
τητα το επιβλητικότερο σπίτι του χωριού.

43

8. Οικία, Πολυχροναίων αρχικά, αργότερα Αληχοτζώτη
και Λεβέντη. Βρίσκεται στην πλατεία και είναι διώροφη,
πετρόκτιστη. Στον όροφο ανέβαιναν από εξωτερική
ξύλινη σκάλα, όπως συνηθιζόταν, παλαιά, στα ψηλά
διώροφα. Κουζίνα είχε πρόσθετο, εφαπτόμενο, πετρόκτισ-
το ισόγειο κτίσμα, (σήμερα καφενείο). Δεν προκύπτει το
έτος κατασκευής της, όμως, λαμβάνοντας υπ΄ όψιν,
αφ΄ενός ότι εκεί κατοίκησαν μέλη της οικογένειας των
Πολυχροναίων γεννημένα πολύ πριν το 1900 και
αφ΄ετέρου την μορφή που είχε η οικία πριν από πολλές
δεκαετίες, και ως ένα σημείο και σήμερα, προκύπτει ότι
πρόκειται για κτίσμα παλαιό.
                                   

44

9. Οικία Λεβενταίων, πετρόκτιστη, διώροφη, νότια της
πλατείας. Χτίστηκε από Λαγκαδιανούς το διάστημα 1908-
1909. Φέρει ξυλοδεσιά που, εν μέρει, ήταν εμφανής και
συνδετικό υλικό της ήταν η λάσπη. Τα υπέρθυρα των
παραθύρων, δηλαδή τα ανώφλια πάνω από το άνοιγμα
των παραθύρων για να συνεχιστεί το κτίσιμο, ήταν
ξύλινα, (πλακώματα όπως τα έλεγαν όταν αποτελούνταν
από ξύλο).
                                


45

Η είσοδος του σπιτιού είναι στην ανατολική πλευρά
και απέναντι της, στην δυτική πλευρά, υπήρχε πόρτα
μικρότερη, βοηθητική, δηλαδή το “παραπόρτι”. Εσωτερικά
είχε ίδια διαρρύθμιση με την οικία α/α 6. Συγκεκριμένα,
το ισόγειο ήταν χωρισμένο σε δύο τμήματα με χωριστές
εισόδους. Το ένα τμήμα χρησίμευε ως κουζίνα-καθιστικό
και καθ΄ ύψος έφτανε ως την στέγη, δηλαδή δεν υπήρχε
επάνω του όροφος. Το άλλο τμήμα του ισογείου χρησίμευε
ως αποθήκη-στάβλος και επάνω του υπήρχε όροφος
(πάτωμα) που χρησίμευε ως υπνοδωμάτιο. Στον χώρο
αυτό, δηλαδή στον όροφο που χρησίμευε ως υπνοδωμάτιο,
ανέβαιναν από την κουζίνα-καθιστικό με εσωτερική
σκάλα και ήταν ενιαίος, δηλαδή δεν είχε εσωτερικές
διαιρέσεις, αλλά ούτε εσωτερικό τοίχο προς την πλευρά
της κουζίνας-καθιστικού.
Το σπίτι δεν είχε εξώστη, όπως δεν είχαν και τα
υπόλοιπα τέσσερα της ίδια εσωτερικής διαρρύθμισης.
(Μετά από δεκαετίες άλλαξε μορφή εσωτερικά διότι
πατώθηκε ολόκληρος ο όροφος και απέκτησε πρόσβαση
από εξωτερική σκάλα).
Ο κ. Πετρονώτης εκφράζει την εξής άποψη για το
σπίτι: «Η οικία αυτή έχει ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό.
Δείγμα ικανών μαστόρων. Το ότι πάνω από το υπέρθυρο
υπάρχει “οριζόντιο τόξο” που διαμορφώνεται από αλληλο-
στηριζόμενες πλάκες (θα λέγαμε “θολίτες”) εκατέρωθεν
του κεντρικού “θολίτη” του “κλειδιού”. Αυτό το είδος
κάλυψης οδηγεί χρονικά γύρω στο 1900. Η διαρρύθμιση
της οικίας έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Έχει στοιχεία
πρώιμα. (Είναι ένα σχήμα/ ένας τύπος σπιτιού που
προσιδιάζει σε ένα παλαιϊκό σπίτι που είχα δει στου
Παλάτου, ανάμεσα Καρύταινα-Ανδρίτσαινα)».
Το σπίτι αυτό, καθ΄ότι “κτίσμα ικανών μαστόρων”,
όπως γράφει ο Καθηγητής, έφτασε στον 21ο αιώνα δίχως
σημαντικές φθορές στην τοιχοποιία του, όμως μετά από
εργασίες που έγιναν, απώλεσε την αρχική μορφή του.

46

10. Οικία Πανταζαίων, απογόνων του Πανταζόγιαννη,
στη θέση “Στροφή”. Έχει γκρεμιστεί πριν από δεκαετίες,
την αναφέρω όμως επειδή η χρονολογία κατασκευής και
τα μορφολογικά χαρακτηριστικά της είναι βέβαια και
ως εκ τούτου μπορούν να εξαχθούν χρήσιμα συμπερά-
σματα. Ήταν διώροφη από πέτρα, κτισμένη το διάστημα
1908-1909 από Λαγκαδιανούς, με συνδετικό υλικό τη
λάσπη. Στον όροφο ανέβαιναν από εξωτερική πέτρινη
σκάλα που κατέληγε σε μικρό ασκεπή εξώστη επί
πέτρινης καμάρας. Εσωτερικά ο όροφος είχε διάδρομο
με δύο υπνοδωμάτια δεξιά του και μεγάλη σάλα
αριστερά του. Σε όλο το μήκος της νότιας πλευράς, όπου
ήταν η σάλα, υπήρχε σκεπασμένο χαγιάτι με πέτρινη
καμάρα κάτω από αυτό σε σχήμα σήραγγας. Κάτω από
τον όροφο ήταν η αποθήκη-στάβλος. Η κουζίνα ήταν
μεγάλων διαστάσεων, αποτελούμενη από κτίσμα
ξεχωριστό αλλά εφαπτόμενο του κυρίου οικοδομήματος.
Είχε ιδιαίτερη είσοδο, έναντι της οποίας, στην δυτική
πλευρά, υπήρχε παραπόρτι.
Το 1929-1930, όταν οι Πανταζαίοι κτίτορες αλλά και
κτήτορες του σπιτιού, ήτοι που το έχτισαν αλλά και το
κατείχαν, μετοίκησαν στην Μεσσήνη, το σπίτι αγόρασε ο
Νικόλας Ανασ. Λεβέντης.
Βλέπουμε λοιπόν ότι, από τις αρχές περίπου του
20ου αιώνα, υπάρχει, σε σπίτι του χωριού, διάδρομος,
σάλα μεγάλη, μεγάλο υπόστεγο χαγιάτι και υπνοδω-
μάτια με ιδιαίτερη είσοδο κάθε ένα, δηλαδή περίπου με
την διαρρύθμιση που επεκράτησε κατά τον 20ο αιώνα,
ως κλασική, και στις πόλεις. Η κουζίνα δεν ανεβαίνει
ακόμη στον όροφο, εφάπτεται όμως αυτού.
Η οικογένεια των Πανταζαίων, ήταν εύπορη και
ίσως σε αυτό να οφείλεται η διαρρύθμιση, αλλά και οι
καμάρες του σπιτιού· και ήταν το μόνο που είχε
καμάρες. [Η καμάρα της σκάλας παραμένει έως σήμερα
και φωτογραφία της υπάρχει στην σελίδα 9.]

47

11. Οικία Λεβενταίων, βόρεια της πλατείας. Ήταν
διώροφη και είχε χτιστεί το διάστημα 1935-1937.
Δεν κτίστηκε από Λαγκαδιανούς αλλά από
ντόπιους που είχαν μαθητεύσει κοντά τους και είχαν
μάθει, κατά το δυνατόν, την τέχνη. Κύριος κτίστης ήταν
ο πατέρας του Χρήστου Πολυχρονόπουλου, Γεώργιος,
(παρωνύμιο Καράπαυλος).
Τα υλικά της ήταν φτωχικά, πέτρα στο ισόγειο/
κατώι και πλίθρα στον όροφο. Παρ΄ότι χτίστηκε το
1935, συνδετικό υλικό της πέτρας, ήταν η λάσπη και όχι
το ασβεστοκονίαμα. Εξωτερικά, είχε σοβά μόνον η
πρόσοψή της, όμως, παρ΄ όλα αυτά, ή πλίθρα της ήταν
ανθεκτική. Η επένδυση μεταξύ του σκελετού της στέγης
και της κεραμοσκεπής ήταν από καλάμια με συνδετικό
υλικό το ασβεστοκονίαμα. Ταβάνι δεν υπήρχε.
Οι εσωτερικές διαιρέσεις ήταν επίσης από
καλάμια. Τα παράθυρα ήταν συμπαγή και απλά αλλά η
πόρτα της εισόδου και οι μπαλκονόπορτες είχαν
καλαίσθητη διακόσμηση από ξύλο. Ο όροφος είχε
τετράγωνο, μεγάλο σχετικά ξύλινο χαγιάτι, με
κεραμοσκεπή, στο οποίο ανέβαιναν από πέτρινη σκάλα.
Από το χαγιάτι, είσοδος, ανατολικά, οδηγούσε στο
κυρίως κτίσμα, όπου υπήρχε διάδρομος, με δύο
υπνοδωμάτια δεξιά του και σάλα αριστερά του, η οποία
κάλυπτε το ήμισυ σχεδόν του ορόφου. Κάθε υπνοδωμά-
τιο είχε δύο παράθυρα, η δε σάλα ένα παράθυρο και δύο
μπαλκονόπορτες, δίχως τζαμόφυλλα και δίχως μπαλκό-
νι. Στο πάτωμα του ορόφου υπήρχε “καταρράκτης”,
δηλαδή καταπακτή προς το κατώι. Από το χαγιάτι, άλλη
είσοδος, βόρεια, οδηγούσε σε ξεχωριστό, αλλά
εφαπτόμενο της κυρίως οικίας, κτίσμα, το οποίο ήταν
κουζίνα. Το ισόγειο της οικίας, όπως συνηθιζόταν έως
και την εποχή εκείνη, αρχικά χρησιμοποιήθηκε ως
στάβλος-αποθήκη και στη συνέχεια ως αποθήκη. Η οικία
δεν υπάρχει σήμερα.

48

Βλέπουμε λοιπόν ότι η εσωτερική διαρρύθμιση του
σπιτιού αυτού, έτους 1935, είναι ίδια με του σπιτιού α/α
10, έτους 1908, (μεγάλη σάλα και υπνοδωμάτια με
είσοδο από διάδρομο και όχι από δωμάτιο σε δωμάτιο).
Αυτό που αλλάζει, εν σχέσει με παλαιότερα σπίτια του
χωριού, είναι ότι η κουζίνα ανεβαίνει στον όροφο.
Ωστόσο διατηρεί την αυτονομία της, έχοντας ιδιαίτερη
είσοδο από το χαγιάτι και όχι εσωτερική επικοινωνία με
το υπόλοιπο σπίτι, γεγονός που της επιτρέπει να είναι
λειτουργική -ξύλα, καπνός, στάχτες από τη φωτιά, κ.ά.-
δίχως να θίγεται το υπόλοιπο τμήμα του σπιτιού.
                                



49

12. Κτίσμα πολύ παλαιό, πετρόκτιστο, σήμερα με
επίχρισμα. Αυτό δεν ήταν κατοικία αλλά λιτρουβιό και
βρίσκεται στη νότιο-ανατολική πλευρά του χωριού
κοντά στο “Γεφυράκι”. Το λιτρουβιό, αρχικά, ήταν
συνιδιοκτησία Αναστασίου Χρονά από Βλαχόπουλο,
που είχε πανδρευτεί Πανταζοπούλα των Παπουλίων,
ονόματι Μετάξω, με Πανταζαίους των Παπουλίων που
κατοικούσαν στη θέση αυτή και ήταν απόγονοι του
Πανταζόγιαννη. Είχε προηγηθεί του λιτρουβιού της
εκκλησίας και θεωρείται ότι κατασκευάστηκε πριν από
το 1900, δίχως να είναι γνωστό πόσο πριν και για πόσο
διάστημα λειτούργησε. Το παχιά τοιχία του και τα
πλάκωμα (ξύλινα ανώφλια), μαρτυρούν την παλαιότητά
του. Το υπάρχον σήμερα, με επίχρισμα, αποτελεί το
ήμισυ του αρχικού κτίσματος, (κατά το ήμισυ της
αρχικής είναι και η υπάρχουσα σήμερα πόρτα), καθ΄ ότι
το υπόλοιπο έχει κατεδαφιστεί, πριν πολλά χρόνια, για
ανέγερση στο χώρο οικίας.
                                


50
                                    


51
                                


52

Λένε πως, μια φωτογραφία λέει όσα χίλιες λέξεις.
Αν μελετήσουμε τις εξαιρετικές φωτογραφίες του κ.
Λουίς Κωχ, έτους 1961-62, (ουσιαστικά απεικονίζουν τη
δόμηση του χωριού μέχρι το 1940), θα δούμε τα εξής:
Δεν υπήρχαν επίπεδες στέγες, όλα τα σπίτια είχαν
στέγη επικλινή, από κεραμίδια.
Τα περισσότερα ήταν διώροφα. Δίχως εξώστη. Στη
φωτογραφία δύο εξώστες φαίνονται. Ως προς το σχήμα·
τα διώροφα ήταν κυρίως τετράγωνα, λίγα σπίτια ήταν
παραλληλόγραμμα. Οι στέγες των διωρόφων αποτελού-
νταν από τέσσερις επικλινείς πλευρές (τετράρριχτες).
Όσον αφορά τα ισόγεια, είχαν σχήμα παραλληλό-
γραμμο και στέγες από δύο ή μία, επικλινείς πλευρές,
(δίρριχτες ή μονόρριχτες αντίστοιχα).
Όλα αυτά τα παλιά προπολεμικά σπίτια, που
αναφέρθηκαν ή όχι εδώ, που φαίνονται ή όχι στις
φωτογραφίες, διαμόρφωσαν την εικόνα που είχε το
χωριό και για αρκετές δεκαετίες μετά τον πόλεμο. Γιατί
ήταν αρκετές οι δεκαετίες που πέρασαν έως να
αρχίσουν να χτίζονται πάλι σπίτια.
Σε πολλά από αυτά, έγιναν γλέντια για χαρά ή λύπη.
Επί ονομαστικών εορτών, αρραβώνων, γάμων, βαπτίσε-
ων ή επί ξενιτεμού κάποιου στην Αμερική, την
Αυστραλία, την Γερμανία, ή αλλού, που πιθανόν δεν θα
τον έβλεπαν ποτέ πάλι. Γλένταγαν σε τραπεζαρίες,
καθισμένοι επάνω σε μακριές, γερές σανίδες, που αυτές
“κάθονταν” -δηλαδή πάταγαν με τις άκρες τους- σε δύο
καρέκλες. Έτσι εξοικονομούσαν τα καθίσματα που τους
έλειπαν. Και καθισμένοι επάνω σε αυτές τις σανίδες,
τις τάβλες -όπως τις λέγαμε- τραγούδαγαν και
τραγούδια “της τάβλας”.
Έγιναν και παρηγοριές κατά τα τρία πρώτα βράδια
από το θάνατο κάποιου εκλιπόντος, μακαρίες, όπως τις
λένε αλλού. Με τις σάλες γεμάτες από ανθρώπους του
χωριού καθισμένους επάνω στο πάτωμα, που, αν έκανε

53

κρύο, το έστρωναν όχι με χαλιά -που δεν είχαν- αλλά με
κουρελούδες και λιναρολιόπανα. Γιατί η “μετοικεσία”
αυτή είναι απροειδοποίητη, ή έστω δίχως ακριβή
χρονικό προσδιορισμό, κι έτσι δεν προλάβαιναν αλλά
και δεν είχαν την οικονομική δυνατότητα να κάνουν
ετοιμασίες για τον αποχωρισμό του ανθρώπου τους.
Πολλές από τις πιο πάνω συναθροίσεις κατέληγαν
στο αντίθετο από το “πρέπον”. Ξεκίναγαν ως χαρά και
κατέληγαν σε λύπη, ιδίως όταν μίλαγε ο Βάκχος, ο
“θεός” του κρασιού. Και άλλοτε πάλι ξεκίναγαν ως
παρηγοριά και· λέγε ο ένας λέγε ο άλλος για τον
μακαρίτη ή τη μακαρίτισσα, “που να βρίσκεται αυτή την
ώρα”, ή ποιο φαγητό -απ΄όσα είχαν εκείνοι μπροστά
τους στην παρηγοριά του- θα ήθελε να έτρωγε αν ήταν
μαζί τους σωματικά, κατέληγαν σε γέλια. Άλλωστε δεν
υπάρχει χαρά δίχως λύπη ούτε λύπη χωρίς χαρά.
[Σημείωση:Στην παρηγοριά ο καθένας πήγαινε με το
πιάτο του γεμάτο φαγητό από αυτό που είχαν μαγει-
ρέψει στο σπίτι του, το παρέδιδε στην οικογένεια που
είχε το πένθος, και το πιάτο αυτό σερβιριζόταν σε
όποιον τύχαινε από τους προσερχόμενους].
Όλα αυτά, μέσα σε εκείνα τα παλιά προπολεμικά
σπίτια, που πολλές φορές δεν είχαν επίχρισμα και ο
βοριάς έμπαινε από τις ανοιχτές ενώσεις της πλίθρας
και τρύπαγε τα πλευρά των παιδιών και παθαίναμε
βρογχικά και τα μάτια μας έκλαιγαν από τον καπνό της
φωτιάς, επειδή δεν είχαμε τζάκια, και ανοίγαμε το
παράθυρο να φύγει ο καπνός και έμπαινε ο αέρας και
έσβηνε το λυχνάρι μας -ευτυχώς είχαμε και την λάμπα
πετρελαίου-, όλα αυτά λοιπόν -μέσα σε εκείνα τα παλιά
προπολεμικά σπίτια- κράτησαν χρόνια μετά τον
πόλεμο. Και έτσι τα ζήσαμε και τα θυμόμαστε και όσοι
γεννηθήκαμε μετά το 1950.

54

Ευχαριστώ τους πιο κάτω, οι οποίοι με τις
διηγήσεις τους συνετέλεσαν στην προσπάθεια διάσωσης
στοιχείων της οικιστικής εξέλιξης των Παπουλίων:
Λεωνίδα Ηλ. Πολυχρονόπουλο, Νικόλαο Ιωάν. Λεβέντη,
Χρήστο Γεωρ. Πολυχρονόπουλο, Νικόλαο Παν. Λεβέντη,
Κων/νο Παν. Κουκουλά, Αναστασία χα Γεωρ. Λεβέντη
γένος Ζαχαροπούλου, Αμαλία Δημ. Πολυχρονοπούλου,
Αναστάσιο Ανδ. Πανταζόπουλο, Γεώργιο Χρ. Λεβέντη,
Παναγιώτη Λυκούρ. Ψυχογιό, απόγονο Ζαχαροπου-
λαίων, Επαμ. Ιωάν. Λεβέντη, Σαΐνη Γεώργιο, Κων/νο
Γεωρ. Πολυχρονόπουλο, και άλλους που πιθανόν
ξέχασα.
Ευχαριστώ επίσης τον κ. Λουίς Κωχ για την
παραχώρηση χρήσης του πολύτιμου φωτογραφικού
υλικού του, έτους 1961-2.
Τέλος, ένα πολύ μεγάλο “ευχαριστώ” στον (συντ.)
Καθηγητή του Πολυτεχνείου Θεσ/κης κ. Πετρονώτη
Αργύρη, που αφιέρωσε πολύν από τον πολύτιμο χρόνο
του για να ασχοληθεί με απορίες και ερωτήσεις μου
σχετικά με τα πετρόκτιστα σπίτια.
  

1 σχόλιο:

  1. Μια απορία μου δημιουργήθηκε, το προσωνύμιο "Φρακάρας" του Κωνσταντίνου Σωτ. Πολυχρονόπουλου προκύπτει από την λέξη φράκο (ανδρική επίσημη ενδυμασία) ή παραπέμπει αλλού?

    ΑπάντησηΔιαγραφή