Ακόμη
και σήμερα, που έχουν περάσει αρκετές δεκαετίες από την υδροδότηση του χωριού
ανά οικία, (έγινε στα μέσα περίπου της δεκαετίας του 1970 από την πηγή του
Μπολιάρη και αργότερα από γεώτρηση),
όταν ακούμε την λέξη “βρύση” στο μυαλό
μας έρχεται αυτή που υπάρχει έως σήμερα, στη νότια πλευρά του
χωριού.
Από
διηγήσεις όμως, και κυρίως των, Παναγιώτη
Πανταζόπουλου(+), Γεωργίου Αληχοτζώτη(+) και Λεωνίδα Πολυχρονόπουλου, προέκυψαν τα εξής όσον αφορά την ύδρευση του χωριού.
Πριν από τη βρύση που γνωρίζουμε, υπήρχε
άλλη, ανατολικά του χωριού, πλησίον του παλιού λιτρουβιού. Δεν είναι γνωστό
από κάποια διήγηση, αν είχε δεξαμενή,
κάνουλα και λιμπί ή ήταν απλώς μια μικρή πηγή που έρεε ελεύθερα. Είναι
όμως γνωστό ότι από το νερό της υδρεύνταν
οι κάτοικοι, πότιζαν τα ζώα και τα περιβόλια τους και ακόμη ότι με το νερό του
παρακείμενου πηγαδιού, το οποίο υπάρχει έως
σήμερα, έπλεναν οι γυναίκες τα ρούχα τους βγάζοντάς το με μπιντόνες.
Λίγα μέτρα
χαμηλότερα υπήρχαν άλλα δύο πηγάδια, τα οποία
καλύφθηκαν με υλικά όταν
κατασκευάστηκε ο δρόμος προς Γλυφάδα, διότι ευρέθησαν εντός των ορίων της οδού.
Αν λάβουμε υπ' όψιν την μορφολογία της ευρύτερης περιοχής και
ότι βρέθηκε νερό κατόπιν γεώτρησης στην αγροτική θέση “Μεγαμπέλια”, οδηγούμαστε στη σκέψη ότι πιθανότατα αυτό
προέρχεται από τον ορεινό όγκο του Μαγκλαβά.
Η βρύση αυτή, κοντά στο λιτρουβιό, αργότερα μεταφέρθηκε στη
θέση της οικίας του Γιωργάκη Ζαχαρόπουλου, εκεί που σήμερα υπάρχει σπίτι
γνωστό ως “του Αμερικάνου” διότι ανήκε
στον Φώτη, γιο του Γιωργάκη, ο οποίος
Φώτης ήταν από τους πρώτους Παπουλαίους που μετανάστευσαν στην Αμερική και
γι'αυτό όταν επέστρεψε -μετά από πολλά χρόνια- πήρε, όπως και πολλοί άλλοι
μετανάστες, τα προσωνύμια “Αμερικάνος”
και “Μπρούκλης.” (Το
δεύτερο προσωνύμιο, “Μπρούκλης”, προέρχεται από το όνομα “Μπρούκλιν” που
είναι συνοικία της Νέας Υόρκης στην οποία διέμεναν
πολλοί από τους Έλληνες μετανάστες). Η αιτία και το έτος μεταφοράς της
βρύσης στη θέση αυτή δεν προκύπτουν,
πιθανόν όμως να μεταφέρθηκε για
να είναι πλησιέστερα στο χωριό και η μεταφορά πρέπει να έγινε πριν το 1900,
αφού η διήγηση λέει “στο σπίτι του
Γιωργάκη”.
Η βρύση στη συνέχεια έφυγε και από τη θέση αυτή και
μεταφέρθηκε στην σημερινή της. Οι λόγοι της νέας μεταφοράς δεν είναι γνωστοί,
πιθανότατα μεταφέρθηκε διότι ο νέος χώρος ήταν πιο ενδεδειγμένος για
εξυπηρέτηση των χωρικών αλλά και των πολλών ζώων που είχαν παλαιότερα.
Το οικόπεδό
της, στην τελευταία αυτή θέση, δώρησε ο Σταματέλος Χρονάς, πατέρας των Χρήστου,
Επαμεινώνδα και Αναστασίου (γνωστού ως “Γέρο-Τάσου”), που μετοίκησε με την
οικογένειά του, από το Βλαχόπουλο, αρχικά στην αγροτική θέση “Μεγαμπέλια” που
βρίσκεται μεταξύ Παπουλίων και
Βλαχόπουλου, όπου κατείχε μεγάλη έκταση και στην συνέχεια στα Παπούλια, όπου
απέκτησε οικία εντός του χωριού και εδαφική έκταση στο ανατολικό του μέρος και
στη θέση της βρύσης.
Αν μεταφέρθηκε στην ευρύχωρη αυτή θέση πριν το 1900 ή
αργότερα δεν είναι γνωστό, όμως ο Παναγιώτης Αθαν. Πανταζόπουλος, γεννημένος το
1913, θυμόταν ότι σε ηλικία 2-3 χρόνων έπαιζε πριν φτάσουμε στη θέση που
κατεβαίνουμε προς την βρύση και θυμόταν
που έλεγαν στη μητέρα του να τον μετακινήσει για να μην τον πατήσουν τα άλογα
που πήγαιναν στην βρύση. Ακόμη, παρ'ότι τα παιδιά του Σταματέλου το 1900 ήταν
μεγάλα, (ο τάφος Αναστασίου
αναφέρει έτος θανάτου 1963 και ηλικία 92
ετών, δηλαδή γέννηση το 1871), ως δωρητής του οικοπέδου από διήγηση προκύπτει ο Σταματέλος. Από αυτά
νομίζω ότι πρέπει να θεωρείται ως ισχυρότερη υπόθεση ότι μεταφέρθηκε η βρύση,
στη θέση που βρίσκεται σήμερα, πριν ή πολύ κοντά στο 1900 και όχι αργότερα.
Κτίστηκε μάλλον με χρήματα των κατοίκων, είχε πετρόκτιστη
δεξαμενή με επάλειψη εσωτερικά από
ασβέστη, δύο κάνουλες και ένα πέτρινο
λιμπί για να πίνουν τα ζώα. Στην
δεξαμενή της το νερό ερχόταν από άλλη δεξαμενή, η οποία βρισκόταν στην θέση του
παλιού λιτρουβιού, δηλαδή εκεί που ήταν η αρχική βρύση. Η άλλη αυτή δεξαμενή είχε σχήμα
περίπου μεγάλης τζιάρας αλλά ήταν πιο μεγάλη σε διαστάσεις, είχε εσωτερικά
επικάλυψη από υλικό που την έκανε στεγανή, λεία και γυαλιστερή, και την άνοιγαν
κατά διαστήματα για να την καθαρίζουν.
Γύρω στο 1948 την δεξαμενή αυτή την έσπασαν. (Από την
μορφή και την εσωτερική επένδυσή
της και από το γεγονός ότι την έσπασαν
και δεν την έκοψαν με κάποιο εργαλείο ή μηχάνημα συμπεραίνεται ότι πρέπει να
ήταν κεραμική. Τα κεραμικά όπως, βίκες, στάμνες, πιθάρια, κ.λ.π.,
χρησιμοποιούσε πολύ ο κόσμος παλαιότερα που δεν υπήρχαν τα πλαστικά. Στην
περιοχή μας ήταν εύκολο να τα προμηθευτούν επειδή πολύ κοντά ήταν τα φημισμένα
κεραμικά που φτιάχνονταν στο Χαρακοπιό
της Κορώνης τα οποία, σε πολλά μέρη, τα έλεγαν Κορωναίικα
και στην Κρήτη Κορωνιούς. Ο Μεσσήνιος λαογράφος Νίκος Πασαγιώτης(+), στο βιβλίο
του “ΚΕΡΑΜΙΔΙΑ
ΚΑΙ ΠΙΘΑΡΙΑ ΣΤΗ ΜΕΣΣΗΝΙΑ”, μεταξύ άλλων, αναφέρει ότι η τζιάρα ήταν πιθάρι με χωρητικότητα 80-150 οκάδες και ότι
από 150-400 οκάδες ήταν το μεγαλύτερο και γνωστό ως σήμερα χοντροζούναρο
πιθάρι. Η δεξαμενή του χωριού, που ήταν
μεγαλύτερη τζιάρας αλλά είχε το σχήμα της, φαίνεται να είχε κατασκευαστεί με τον τρόπο και στον τόπο
που έφτιαχναν τα πιθάρια στην περιοχή της Κορώνης). Αφού λοιπόν έσπασαν την δεξαμενή, κατασκεύασαν νέα,
μεγαλύτερη, από τσιμέντο, η οποία
υπάρχει έως σήμερα και είναι ορατή διότι προεξέχει από το έδαφος. Την ίδια
περίοδο, δηλαδή γύρω στο 1948, με υλικό το τσιμέντο, ανακαινίστηκε η βρύση και
απέκτησε την σημερινή της οριστική
μορφή. Τεχνίτης ήταν ο Γιάννης Σκουφάκης, γνωστός ως μαστρο-Γιάννης. (Ο Γιάννης Σκουφάκης ήταν κρητικός στην καταγωγή και είχε
εγκατασταθεί στη Γλυφάδα λόγω γάμου του με ντόπια. Ήταν άξιος τεχνίτης,
φιλοσοφούσε την ζωή και αντιμετώπιζε τις δυσκολίες της με υπομονή και σατυρική
διάθεση. Μία από τις φράσεις του που έμειναν και δείχνει την φιλοσοφική του
διάθεση αλλά και την οικονομική αδυναμία που επικρατούσε παλαιότερα, ήταν η
απάντηση που έδωσε, όταν, επιστρέφοντας από την
Πελεκανάδα, όπου είχε δουλέψει ένα μήνα, τον ρώτησαν πως πέρασε.
Απάντησε με την φράση “τρεις τριάντα, ενενήντα σαλάτες”, δηλαδή “τρεις φορές
την ημέρα, επί τριάντα ημέρες, έφαγα ενενήντα σαλάτες”. Έμειναν επίσης τα λόγια
του σε τράπεζα της Πύλου, όταν έβλεπε να
μην τηρείται η σειρά προτεραιότητος και να εξυπηρετούνται οι καλοντυμένοι και
με γραβάτα πελάτες της, σε αυτόν δε να μην δίνει κανείς σημασία. Δεν
εκνευρίστηκε ούτε διαπληκτίστηκε αλλά
απευθύνθηκε στο διευθυντή της τράπεζας και,
εις επήκοον όλων, του είπε, “κύριε διευθυντά, την επόμενη φορά που θα
έλθω θα φοράω μια γραβάτα που θα φτάνει κάτω από...” και έδειξε ως που θα
έφτανε η γραβάτα. Μετά από αυτά βέβαια του ζήτησαν συγγνώμη και τον
εξυπηρέτησαν αμέσως).
Κατά καιρούς, στη βρύση έγιναν και άλλες
βελτιώσεις, όπως τσιμεντόστρωση και σκαλιά
τα οποία έκτισε ο Γιάνης Μαλαπέρδας από τη Γλυφάδα, (μάλλον γύρω
στο 1975).
Οι
κάτοικοι το νερό μετέφεραν από την βρύση στα σπίτια τους, με νεροκολόκυθα,
βίκες, μπιντόνες(ντενεκέδες) στα χέρια, ή με βαρέλια φορτωμένα στα ζώα τους. Τα
βαρέλια ήταν αρχικά ξύλινα και αργότερα από τσίγκο. Το περίσσευμα ύδατος χρησιμοποιούσαν για ποτισμό των κοντινών
περιβολιών.
Όμως
εκτός από την προσφορά της στην ζωή των
κατοίκων, η βρύση υπήρξε και χώρος κοινωνικού ενδιαφέροντος. Εδώ έφερναν οι
νοικοκυρές, μέσα σε βαρειές ξύλινες σκαφίδες που φορτώνονταν στον ώμο, τα
ρούχα που είχαν ήδη πλύνει στο σπίτι με
αλυσίβα και σαπούνι φτιαγμένο από τις ίδιες, για να τα ξεπλύνουν. Εδώ έπλεναν
τα λιόπανα μετά το μάζεμα των ελιών. Εδώ και τα κλινοσκεπάσματα, κάποια από
αυτά μόνο με νερό, ενώ κάποια άλλα χρησιμοποιώντας τον κόπανο. Την ώρα της
δουλειάς ή της ολιγόλεπτης διακοπής για ξεκούραση, ή της αναμονής να έλθει η
σειρά τους για χρήση του λιμπιού, αντάλλασαν μεταξύ τους και κάποιες κουβέντες.
Εδώ
έρχονταν και ο γαμπρός με την νύφη, την επομένη του γάμου τους, την Δευτέρα,
για να μπουχιθούν κατά το έθιμο της
εποχής. Αφού, πρώτα, άπλωναν τα προικιά της νύφης σε κοινή θέα για να φανεί η
νοικοκυροσύνη της, έρχονταν, ακολουθούμενοι από συγχωριανούς τους που τους
εύχονταν να είναι καλορίζικοι, και μπουχίζονταν, δηλαδή έριχναν ο ένας στον
άλλο νερό. Ποιά ήταν η σημασία του εθίμου αυτού δεν γνωρίζω, επειδή όμως το
νερό είναι στοιχείο καθαρμού και αναγέννησης, πιθανόν το έθιμο να είχε την
μεταφορική σημασία του σωματικού και ψυχικού καθαρισμού των δύο ανθρώπων
ως νέου ζευγαριού.
Η
τσιμεντοστρωμένη οροφή(ταράτσα) της βρύσης, χρησιμοποιήθηκε πολλές φορές μέχρι
τη δεκαετία του 1960 σαν πίστα χορού,
κυρίως κατά την Καθαρά Δευτέρα.
Τα
χρόνια πέρασαν, οι βρύσες πήγαν στα σπίτια, τα ζώα αντικαταστάθηκαν από
αυτοκίνητα, πολλά έθιμα άλλαξαν και ούτως εχόντων των πραγμάτων ο γαμπρός με
την νύφη δεν πάνε πια στην βρύση να μπουχιθούν. Όμως αυτή, η βρύση μας, ριζωμένη πάνω από έναν αιώνα στην ίδια θέση, γερασμένη και με φανερά τα
σημάδια της εγκατάλειψης αλλά με αδιάκοπο το σιγανό κελάρυσμά της, προσφέρει
ακόμη το “νεαρόν ύδωρ” της, όπως
έλεγαν σε άλλες εποχές το φρέσκο νερό. Το “νεαρόν”, όπως το έλεγαν, με
μία λέξη, αργότερα. Το “νερό”,
όπως λέμε εμείς σήμερα το ύδωρ.
Αθήνα, Οκτώβριος 2016
Έρευνα-κείμενο: Κωνσταντίνα Π. Λεβέντη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου