ΚΑΛΩΣ ΗΛΘΑΤΕ ΣΤΗΝ ΙΣΤΟΣΕΛΙΔΑ ΜΑΣ

Πέμπτη 24 Ιανουαρίου 2013

ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΕΠΙ ΤΟΥΡΚΟΚΡΑΤΙΑΣ




Οι πιο κάτω τρεις ιστορίες συνέβησαν επί τουρκοκρατίας, ένα μέρος κάθε μίας  από αυτές εξελίχθηκε στο λιμάνι της Πύλου και με κάποιον τρόπο συνδέονται  με αυτές και τα Παπούλια.
Αιχμαλωσία Πουκεβίλ.
Ο Πουκεβίλ<! ήταν Γάλλος γιατρός, μέλος της επιστημονικής αποστολής που ακολούθησε τον Ναπολέοντα Βοναπάρτη στην εκστρατεία του το 1798, κατά της (τουρκοκρατούμενης) Αιγύπτου. Επέστρεφε στη Γαλλία με αναρρωτική άδεια λόγω ασθενείας του, όταν Αλγερίνοι πειρατές τον συνέλαβαν στις ακτές της Καλαβρίας. [ Τρεις περίπου αιώνες νωρίτερα, δύο αδέλφια Τούρκοι πειρατές, οι Μπαρμπαρόσσα, ήλθαν στην Αλγερία, προσπάθησαν να την οργανώσουν και της έδωσαν κάποια πολιτική ενότητα. Ο γνωστότερος από αυτούς, ο Χαϊρεντίν Μπαρμπαρόσσα, την έθεσε το 1518 υπό την προστασία του Σουλτάνου της Κωνσταντινουπόλεως. Υπό την προστασία αυτή η Αλγερία επεδόθη στην πειρατεία  και οι πειρατές λυμαίνονταν την Μεσόγειο]. Έτσι, το 1798, ο Πουκεβίλ βρέθηκε αιχμάλωτος πολέμου των Τούρκων, οδηγήθηκε σιδηροδέσμιος στην Πύλο και στη συνέχεια στις φυλακές της Τριπολιτσάς όπου και κρατήθηκε για δέκα μήνες. Επειδή όμως παρείχε τις ιατρικές υπηρεσίες του στους Τούρκους, τύγχανε μιας σχετικής ελευθερίας κινήσεων και αυτό του επέτρεψε να κάνει τις πρώτες του παρατηρήσεις και μελέτες στο πελοποννησιακό περιβάλλον.
Στη συνέχεια εστάλη στην Κωνσταντινούπολη, φυλακίστηκε στις εκεί φυλακές του Γεντί Κουλέ, (Επταπυργίου), για δύο ακόμη χρόνια οπόταν και ελευθερώθηκε με επέμβαση του Γάλλου πρεσβευτού.
Στο διάστημα της οδυνηρής αυτής περιπέτειάς του, ο Πουκεβίλ ασχολήθηκε και έμαθε την νεοελληνική γλώσσα από την αγάπη που ένοιωσε προς τους Έλληνες και την Ελλάδα, την οποία γνώρισε με την αιχμαλωσία του.
Το 1805 διορίστηκε από τον Ναπολέοντα διπλωματικός εκπρόσωπος της Γαλλίας στην Αυλή του Αλή Πασά των Ιωαννίνων. Το 1815 ανεκλήθη στη Γαλλία, αλλά μετά από δυο χρόνια διορίστηκε εκ νέου, αυτή τη φορά ως πρόξενος της Γαλλίας στην Πάτρα.
Περιόδευσε, άφησε πλούσιο συγγραφικό έργο, μεταξύ δε άλλων  συνέγραψε και το πεντάτομο έργο του «Ταξίδι στην Ελλάδα»Voyage dans la Grece») το οποίο δημοσιεύτηκε στο Παρίσι το 1820 και έγινε δεκτό με ενθουσιασμό. Η περιοδεία του στην Πελοπόννησο τελείωσε στην Πύλο το 1815, εκεί που πριν από δεκαοκτώ χρόνια, το 1798, είχε οδηγηθεί σιδηροδέσμιος.
Ο ίδιος περιγράφει ως εξής το τέλος του ταξιδιού του αυτού: «….Ήταν μήνας Δεκέμβριος του 1798, όταν οι Τούρκοι με οδήγησαν ως αιχμάλωτο πολέμου στο λιμάνι της Πύλου και δεκαοχτώ χρόνια αργότερα, σ΄ αυτά τα ίδια μέρη απ΄ όπου ξεκίνησα τότε για να συρθώ σκλάβος στην Τριπολιτσά, ολοκληρώνω την πληρέστερη περιγραφή της Ελλάδας που έχει δημοσιευθεί από την εποχή της αναγέννησης των γραμμάτων…..»
 Από το πιο πάνω λοιπόν βιβλίο του Πουκεβίλ προκύπτουν σημαντικότατα στοιχεία, όπως αρχαιολογικά, ηθών και εθίμων, αλλά  και πληθυσμιακά μεταξύ των οποίων και ο πληθυσμός των Παπουλίων όπως αναφέρθηκε στο κεφάλαιο 2.

Αιχμαλωσία Βασιλόπουλου.
Όπως αναφέρθηκε στο κεφάλαιο 2, μία από τις οικογένειες που μετοίκησαν από τα Κάτω Παπούλια στο Καραμανώλη(σήμερα Γλυφάδα), ήταν και η οικογένεια Βασιλοπούλου.
Για πρόγονό της από την οικογένεια αυτή, η αποβιώσασα προ ετών  Αναστασία συζ. Κων/νου Λεβέντη το γένος Βασιλοπούλου από Γλυφάδα, εδιηγείτο τα εξής: Στην τοποθεσία  Πηγάδια του χωριού Καραμανώλη,  συνελήφθη από Τούρκους ο πρόγονός της Βασίλης Βασιλόπουλος. Μαζί με αυτόν, οι Τούρκοι συνέλαβαν και άλλον ένα Έλληνα αρπάζοντάς τον από το σακάκι  στην πλάτη,  αλλά  αυτός έβγαλε   τα χέρια του από τα μανίκια, άρχισε να τρέχει και κατόρθωσε να ξεφύγει.
Ο Βασιλόπουλος, που άφησε πίσω γυναίκα και παιδί, οδηγήθηκε αιχμάλωτος και έγινε μάγειρας σε τουρκικό πολεμικό πλοίο με το οποίο γύρισε την Μεσόγειο και έφτασε ως την Τουρκία.
Το πλοίο αυτό έλαβε μέρος στη ναυμαχία του Ναβαρίνου τον Οκτώβριο του 1827 και έτσι  ο Βασιλόπουλος βρέθηκε στο λιμάνι της Πύλου. Μέσα στο χαλασμό κι ενώ το πολεμικό βυθιζόταν, είδε ένα ξύλο στο νερό που πρέπει να ήταν  από σπασμένο κατάρτι, έπεσε στη θάλασσα και αρπάχτηκε από αυτό. Το ίδιο έκανε και άλλος ένας Έλληνας από το ίδιο πλοίο, αλλά  μια γυναίκα που επίσης ήταν σε αυτό και καταγόταν από τον Πλάτανο, άρχισε να φωνάζει στον κοντοχωριανό της Βασιλόπουλο: - Βασίλη που με αφήνεις εμένα; που με αφήνεις; Τότε της είπαν να πέσει και αυτή στη θάλασσα και ότι θα την βοηθήσουν αυτοί. Αφού πιάστηκαν και οι τρεις στο κατάρτι βγήκαν σιγά - σιγά στη Γιάλοβα στα ψαθιά, δηλαδή χαμηλά όπως πηγαίνουμε προς το στενό της Συκιάς, εκεί που φυτρώνουν ψαθιά.  (Ο κάτοικος του χωριού Παπούλια,  Νικόλας Δημ. Βασιλόπουλος(+) που έλαβε μέρος  στον πόλεμο της Μικράς Ασίας και βρέθηκε στη Γιάλοβα της Τουρκίας, έλεγε πως αυτή μοιάζει πολύ με την Γιάλοβα της Πύλου.)
Από τα  ψαθιά που βγήκαν, ο Βασιλόπουλος γύρισε στο χωριό και έψαξε να βρει τη γυναίκα του και το παιδί του. Όμως η γυναίκα του, λόγω της φτώχειας και μη γνωρίζοντας τι έγινε ο άνδρα της, είχε παντρευτεί στο Σκάρμιγκα,(σήμερα Μεταμόρφωση) και το παιδί τους, ο Γιαννάκης, είχε πάει παραγιός στη Μάνη. Εδώ να παραθέσουμε ένα επεισόδιο που δείχνει πόσο μεγάλη είναι η αξία ενός ζώου για την οικογένεια, όταν  οι καιροί είναι δύσκολοι και σκληροί και ο κόσμος φτωχός. Ο Γιαννάκης παρ΄ ολίγο να χάσει την ζωή του όταν το αφεντικό στο σπίτι του οποίου εργαζόταν τράβηξε  όπλο εναντίον του που ευτυχώς δεν εκπυρσοκρότησε. Ο λόγος ήταν ότι το παιδί έδωσε νερό να πιει σε δαμάλι του νοικοκύρη το οποίο έκανε χωράφι(όργωνε)και δεν είχε προλάβει να ξεκουραστεί και να ξεϊδρώσει, θέτοντας έτσι σε κίνδυνο την ζωή του ζώου.
Συνεχίζοντας την ιστορία, ο  Βασιλόπουλος πρώτα πήγε στη Μάνη πήρε το Γιαννάκη, τον έφερε στο χωριό και τον ρώτησε:  -Τι λες παιδί μου να πάμε να πάρουμε και τη μάνα σου;  Το παιδί απάντησε θετικά λέγοντας ότι η φτώχεια την ανάγκασε να ξαναπαντρευτεί. Ο πατέρας πήγε στο Σκάρμιγκα και βρήκε  την μάνα του παιδιού του η οποία τον ακολούθησε εγκαταλείποντας την οικογένεια που δημιούργησε εκεί. Έτσι η  οικογένεια του απαχθέντος από τους Τούρκους, ενώθηκε πάλι  και γεννήθηκαν και άλλα παιδιά.
Ο κ. Σταύρος Χαντζής στο βιβλίο του « Σαν την πριγκίπισσα των ονείρων μου» αναφέρει ότι, λόγω της διάσωσής του, ο Βασιλόπουλος ξαναέκτισε την εκκλησία του Αγίου Ιωάννου στα Κάτω Παπούλια που κατεστράφη από τον Ιμπραήμ.

Αρπαγή κοπέλας από Γαργαλιάνους
Η ιστορία αφορά μια κοπελίτσα 16 χρόνων και συνέβη επί Τουρκοκρατίας χωρίς να  είναι γνωστή η χρονολογία της. Έφτασε από τους  προγόνους της  ως την, (αιωνόβια σήμερα και με καταγωγή από Γαργαλιάνους), Κωνσταντίνα χήρα Βασιλείου Ψώνη από τα Παπούλια. Είναι η εξής, όπως τη θυμάται και την διηγείται η ίδια: Στους Γαργαλιάνους και μπροστά στα αδέλφια της  άρπαξαν οι Τούρκοι  την δεκαεξάχρονη πρόγονό της,  μια κοπέλα ψηλή και αδύνατη. Για το όνομά της δεν ήταν σίγουρη η αφηγήτρια, ίσως λεγόταν Λαμπρινή. Την πήρε ο αγάς και την είχε δική του  για όσα χρόνια ήταν νέα και όμορφη. Μετά την παρέδιδε σε άλλους Τούρκους.
      Πέρασε πολλά χρόνια  με τους Τούρκους οι οποίοι  την είχαν μαζί τους και όταν γέρασε για να κάνει δουλειές, μαγείρεμα, πλύσιμο και άλλα.  Ήταν πλέον γριά όταν η τούρκικη φρεγάτα στην οποία βρισκόταν προσάραξε στο λιμάνι του Ναβαρίνου. Η γριά, που κάτι μέσα της ξύπνησε από  τον τόπο, ρώτησε τον Έλληνα βαρκάρη που υποχρεώθηκε να πάει τρόφιμα στη φρεγάτα, ποιο ήταν το μέρος που βρίσκονταν. Όταν της είπε ότι ήταν το λιμάνι του Ναβαρίνου, του ανέφερε την ιστορία της,   πήρε από ένα σακί μια χούφτα φλουριά,  του τα έδωσε και τον παρακάλεσε να έλθει το βράδυ, που οι Τούρκοι θα έβγαιναν στη στεριά για να γλεντήσουν, να  την πάρει από εκεί και να την βγάλει έξω. Του ζήτησε να της φέρει όταν έλθει και ένα βελέσι,(γυναικείο ένδυμα της εποχής από την μέση ως τους αστραγάλους, σαν φούστα, με πολλές σούρες).
       Ο Έλληνας βελέσι δεν της έφερε, πήγε όμως το  βράδυ και την πήρε με τη βάρκα του. Την έβγαλε στο πηγάδι του Ζάμπακα, στου Ρωμανού. Εκεί,  αυτή του  έδωσε και άλλα χρήματα για να τον ευχαριστήσει και ο βαρκάρης γύρισε πίσω. Η γυναίκα προχώρησε  μεσ’ τη νύκτα,  έφτασε στο Πετροχώρι  και χτύπησε την πόρτα ενός ελληνικού σπιτιού. Οι άνθρωποι εφοβούντο   να ανοίξουν,  τελικά όμως της άνοιξαν, της έδωσαν  βελέσι και σακάκι,  αυτή  πέταξε τα ρούχα που φόραγε,  ντύθηκε με τα ελληνικά  και  συνέχισε το δρόμο της με προορισμό τους Γαργαλιάνους.
      Οι Τούρκοι που εν τω μεταξύ είχαν επιστρέψει στο πλοίο και είχαν αντιληφθεί την απουσία της,  ίσως γνωρίζοντας  από πού κατάγεται και υποπτευόμενοι τι είχε συμβεί, καβάλησαν  τρία άλογα  και έτρεξαν πίσω της  να την βρουν.  Σε κάποιο σημείο  μεταξύ Μουζούστας και Γαργαλιάνων  την έφτασαν αλλά αυτή  πρόφθασε και κρύφτηκε πέφτοντας σε μια πατουλιά,(συστάδα από βάτα). Όμως τα άλογα που ένοιωσαν την παρουσία της  άρχισαν να φρουμάζουν. Οι Τούρκοι καταλαβαίνοντας ότι εκεί βρίσκεται άνθρωπος είπαν «Γραικός εδώ», αλλά την ίδια στιγμή έτυχε να λαλήσει  κάπου κοντά ένας κόκορας και ο ένας Τούρκος  είπε στον άλλο καταλαβαίνοντας ότι σε λίγο θα φωτίσει: «Καλντή, καλντή, ο κόκορας λαλεί, θα φύγουν οι φρεγάτες πρέπει να γυρίσουμε πίσω». Και για να μην χάσουν το πλοίο επέστρεψαν.
       Η γριούλα που είχε ξεσχιστεί πέφτοντας απότομα μέσ΄ την πατουλιά,  πήρε μια λεπιδίτσα που βρήκε μέσ΄ την τσέπη του σακακιού που  φόραγε και κόβοντας σιγά-σιγά με αυτή τα βάτα βγήκε και πήγε στο σπίτι του πατέρα της. Είχε πλέον ξημερώσει. Έξω, σε ένα πεζούλι, καθόταν ο αδελφός της. « Γέροντα τι κάνεις εδώ;» τον ρώτησε. «Τραγουδώ την μοίρα της αδελφής μου που μου την πήραν δεκάξι χρονών οι Τούρκοι και δεν ξέρω αν ζει ή πέθανε» της απάντησε. Έπιασαν την κουβέντα και τότε του είπε: «Αδελφέ μου τόση ώρα δεν κατάλαβες ότι είμαι αίμα σου;». Ένα μερόνυχτο  του εξιστορούσε τα βάσανά της. «Γέμισα τη θάλασσα παιδιά, γένναγα  και μου τα πέταγαν στη θάλασσα. Έφυγα γαρύφαλλο  και γύρισα ένα σάπιο  τριαντάφυλλο»,  κατέληξε.
       Το απόγευμα της επόμενης ημέρας  η γριούλα  πέθανε.    
       Ο τόπος που οι Τούρκοι την έφτασαν αλλά δεν την βρήκαν γιατί κρύφτηκε στην πατουλιά βρίσκεται μεταξύ Μουζούστας και Γαργαλιάνων,  λέγεται ως σήμερα Καλαντίνα  από τον καλντή, (καλντής-καλντίνα-καλαντίνα) και αναφέρεται ως τοπωνύμιο της Μουζούστας και των Γαργαλιάνων στο βιβλίο “Place names of Southwest Peloponnesus”, των Demetrius J. Georgacas and William AMc Donald.
      Όσο για το πεζούλι που κάθησαν τα δύο αδέλφια σε εκείνη την πρώτη συνάντηση  μετά από την αιχμαλωσία της αλλά και τελευταία πριν από το θάνατό της,  οι απόγονοί τους το  διατήρησαν προς ανάμνηση του γεγονότος.

                                                                                     Ιανουάριος     2013
                                                   Έρευνα–κείμενο: Κωνσταντίνα  Π. Λεβέντη 
<!--[if !supportFootnotes]-->

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου