Ο εορτασμός της αποκριάς στα μέρη μας, κατά τον προηγούμενο αιώνα.
Η
αποκριά ήταν και είναι έως και σήμερα
εορτή οικογενειακή, αλλά
σε παλαιότερες
εποχές εορταζόταν με μεγαλύτερη προσήλωση στις παραδόσεις.
Κατ'αρχήν όμως πρέπει να
διευκρινίσουμε τα εξής: Της ημέρας της αποκριάς,
όπως την εννοούμε σήμερα,
προηγείται μια περίοδος τριών εβδομάδων
που
αρχίζει με το άνοιγμα του Τριωδίου,
την Κυριακή του Τελώνου και Φαρισαίου.
(Για το 2016 ήταν την 21η
Φεβρουαρίου).
Η 1η εβδομάδα, αυτή που ακολουθεί την Κυριακή του Τελώνου και
Φαρισαίου
λέγεται “Απολυτή”, επειδή,
σύμφωνα με όσα ορίζει η Εκκλησία,
επιτρέπεται
κατάλυσις εις πάντα, δηλαδή τρώμε από όλα, δεν ισχύει η νηστεία της Τετάρτης
και
Παρασκευής.
Η επομένη εβδομάδα, η 2η, λέγεται “Κρεατινή” ή “Κρεατοφάγος” επειδή,
σύμφωνα
με την Εκκλησία, αυτή την εβδομάδα επιτρέπεται η κατάλυσις εις πάντα,
όχι
όμως την Τετάρτη και Παρασκευή, για
αυτές τις ημέρες ισχύει νηστεία.
Η εβδομάδα αυτή, κατά την οποία εορτάζεται και
η Τσικνοπέμπτη,
τελειώνει με την “Κυριακή
της Απόκρεω” και όπως λέει και η
λέξη απόκρεω,
(από κρεώ, ήτοι αποχή από
κρέας), την Κυριακή αυτή επιτρέπεται να
φάμε
κρέας τελευταία φορά πριν από την νηστεία που αρχίζει την Καθαρά Δευτέρα
και τελειώνει το Μεγάλο Σάββατο.
Η επομένη εβδομάδα, η 3η, λέγεται “Τυρινή” ή “Τυροφάγος” επειδή,
σύμφωνα με την Εκκλησία, επιτρέπεται κατάλυσις εις πάντα πλην
του
κρέατος. Η εβδομάδα αυτή τελειώνει με την “Κυριακή της Τυρινής”.
Παλαιότερα ο κόσμος εφάρμοζε τους κανόνες της Εκκλησίας και
σταμάταγε την κρεατοφαγία την Κυριακή της Απόκρεω.
Αυτά έχω
ακούσει από μεγαλύτερους, που
θυμούνται τις παραδόσεις και τα
έθιμά μας όπως ίσχυαν πριν τα μέσα του
προηγούμενου αιώνα.
Στην πορεία όμως, αλλάζοντας
την παράδοσή μας, συνηθίσαμε
να πιστεύουμε ότι πρέπει να αποκρεύουμε την
Κυριακή που λέγεται
“Τυρινή”. Με αυτόν τον τρόπο αποκρεύαμε στο χωριό μας
και στην
περιοχή μας, τουλάχιστον από τα μέσα του προηγούμενου αιώνα.
Το βράδυ της Κυριακής αυτής, της “Τυρινής”, όλη η οικογένεια έτρωγε μαζί.
Αν ζούσαν οι γονείς, στο πατρικό σπίτι έρχονταν και όσοι γιοί
(με τις οικογένειές τους) κατοικούσαν σε
ξεχωριστό σπίτι από το
πατρικό. Έτσι συγκεντρώνονταν παππούς-γιαγιά, παιδιά και
εγγόνια,
πιθανόν και άλλοι συγγενείς και έτρωγαν μαζί. Τα κορίτσια, αν ήταν παντρεμένα,
πήγαιναν με την οικογένειά τους -κατά κανόνα- στο σπίτι των πεθερικών τους.
Στην περίπτωση αυτή, δηλαδή όταν η οικογένεια απόκρευε στο σπίτι των
γονέων, (ή σε συγγενικό), έπαιρναν μαζί
και το φαγητό τους αλλά πολλές φορές
και τα σκαμνάκια τους επειδή ο κόσμος είχε
έλλειψη -μεταξύ των άλλων- και
σε καθίσματα. Έτρωγαν συνήθως στον σοφρά, που
ήταν χαμηλό στρογγυλό
τραπέζι της κουζίνας(η ονομασία του προέρχεται από την
τούρκικη λέξη sofra)
καθισμένοι στα σκαμνιά τους και όχι στην τραπεζαρία η
οποία βρισκόταν
στην σάλα του σπιτιού.
(Σε κάποια σπίτια το χαμηλό αυτό τραπέζι που έλεγαν
σοφρά, ήταν τετράγωνο ή
παραλληλόγραμο και όχι στρογγυλό.) Γιατί έτρωγαν
στο σοφρά της κουζίνας; Ο
λόγος είναι απλός, οι καρέκλες της
τραπεζαρίας
δεν επαρκούσαν για όλους, κυρίως όμως επειδή η κουζίνα είχε ένα
πλεονέκτημα,
ήταν ζεστή λόγω της φωτιάς.
Το φαγητό που συνηθιζόταν τη βραδιά αυτή ήταν τα στριφτά μακαρόνια
που
τα ζύμωνε και τα έπλαθε (στρίβοντάς τα επάνω στο τραπέζι με τα χέρια)
η
νοικοκυρά εκείνη την ημέρα. Γίνονταν βραστά στραγγιστά, αρτυμένα με
μυζήθρα από
τα αιγοπρόβατα της οικογένειας και ήταν νοστιμότατα.
Συνοδεύονταν με κοκκινιστό κόκορα, από το
κοτέτσι της οικογένειας
ή άλλο κρέας αν δεν υπήρχε κόκορας ή κότα. [Υποθέτω
πως, όσο
ο λαός τηρούσε το τυπικό της Εκκλησίας, την Κυριακή της Τυρινής,
όπως
λέει και η λέξη “τυρινή” έτρωγε μόνον μακαρόνια με μυζήθρα
(που είναι σκληρό
τυρί). Αργότερα, που ο κόσμος έπαψε να εφαρμόζει
όσα η Εκκλησία όρισε, στα
μακαρόνια προστέθηκε και το κρέας όπως προαναφέρθηκε.]
Μετά το φαγητό, η νοικοκυρά έβαζε στην γωνιά αυγά να ψηθούν,
τοποθετώντας τα δίπλα στην θράκα όρθια, στηριγμένα στην ζεστή στάχτη.
Αυτό επειδή το έθιμο θέλει
“από αυγό σε αυγό”, δηλαδή η περίοδος πριν
τη νηστεία να κλείνει με αυγό και η περίοδος μετά την νηστεία να
ανοίγει με αυγό,
το αυγό της Λαμπρής. Ποιά ήταν η
σημασία του εθίμου
δεν γνώριζαν, όμως κάθε σπίτι εφάρμοζε το έθιμο. Τα αυγά που
ψήνονταν
ήταν ένα για κάθε έναν από τους συνδαιτυμόνες και υπήρχαν
παρατηρήματα.
Όποιου ιδρώσει πιο πολύ θα είναι πολύ γερός και το αντίθετο. Και
όποιου
σκάσει με κρότο, έτσι θα σκάσουν
και οι εχθροί του.
Το βράδυ αυτό, τα σπίτια επισκέπτονταν παρέες μεταμφιεσμένων, οι
μασκαράδες
ή καρναβαλάδες, όπως
λέγονται από ξενόφερτες λέξεις. Θυμάμαι ότι ελάμβαναν
μέρος κυρίως ενήλικες και όχι μικρά παιδιά, ίσως επειδή ο τρόπος αυτού του
εθίμου δεν ταίριαζε στην παιδική αθωότητα.
Γενικότερα για το έθιμο της μεταμφίεσης και της γιορτής αυτής μπορούμε
να πούμε τα
εξής: Δεν έχει σχέση με την χριστιανική παράδοση.
Ανάγεται σε προγενέστερες του
χριστιανισμού εποχές και φαίνεται να
είναι απομεινάρι της λατρείας του Διονύσου.
Οι μασκαράδες στα χωριά μας δεν φόραγαν μάσκα διότι δεν είχαν. Όμως,
χρησιμοποιώντας υλικά από την κουζίνα τους, όπως κάρβουνα, αλεύρι
και στάχτη
άλλαζαν την μορφή τους και το χρώμα των μαλλιών τους.
Ανάλογη - με το τι ήθελαν
να υποδυθούν- ήταν και η αμφίεσή τους.
Υποδύονταν κυρίως πρόσωπα απλά και καθημερινά. Έτσι μεταμφιεσμένοι
και μέσα στα πλαίσια της διασκέδασης προέβαιναν
σε αθώα ή πονηρά
πειράγματα, εκστόμιζαν λέξεις με διάφορα υπονοούμενα -από
απλές έως αισχρές
καμιά φορά- και τραγούδαγαν στίχους με αλληγορικό, σκωπτικό ή
και άσεμνο περιεχόμενο.
Ο εορτασμός συνεχιζόταν κυρίως την επομένη ημέρα, την Καθαρά Δευτέρα,
με χορούς και επισκέψεις από και προς τα διπλανά χωριά. Μέχρι, τουλάχιστον,
και την δεκαετία του 1960
“επιστρατεύονταν” για την μετάβαση και τον
εορτασμό του καρναβαλιού και υποζύγια στα οποία οι αναβάτες
καβάλαγαν ανάποδα, δηλαδή κοιτάζοντας προς τα πίσω. Το
ζώο οδηγούσε άλλος,
τραβώντας το σχοινί προς τα εμπρός, αφού ο αναβάτης δεν
μπορούσε διότι κοίταζε πίσω.
Ένα από τα τραγούδια που πολύ τραγουδήθηκε στην περιοχή μας την
Καθαρά Δευτέρα έως και
την δεκαετία του 1960, ήταν το “Πως το
τρίβουν
το πιπέρι”. Το τραγούδαγαν και συγχρόνως το χόρευαν στις γειτονιές,
όχι
με βήματα κάποιου χορού, αν θυμάμαι καλά, αλλά με κινήσεις βασισμένες
στα
λόγια του τραγουδιού.
Ως πίστα χορού πολλές φορές χρησιμοποιήθηκε και η οροφή της δεξαμενής,
της τότε χρησιμοποιούμενης βρύσης του χωριού μας. Ήταν οι εποχές που
δεν είχαμε
υλικά αγαθά, είχαμε όμως γέλιο και χαρούμενη διάθεση. Μετά
αποκτήσαμε υλικά
αγαθά αλλά χάσαμε το γέλιο και την ευθυμία.
Την Καθαρά Δευτέρα, από την οποία αρχίζει η νηστεία, ο κόσμος νήστευε
και το λάδι και θεωρούσε αρκετά εδέσματα τις ελιές-τουρσί-ταραμά και χαλβά.
Όποιος μπορούσε να έχει και χταπόδι ένοιωθε ευτυχής. (Το χταπόδι,
πριν την
ηλεκτροδότηση και τα ψυγεία, επωλείτο
μόνον ως αποξηραμένο
και ήταν πολύ νόστιμο αλλά και ακριβό.)
Επισημαίνεται ότι παλαιότερα μεγάλο μέρος του πληθυσμού συνήθιζε
να
νηστεύει όλο το διάστημα μέχρι το Πάσχα,
παρ'ότι εργαζόταν
πολύ σκληρά και στην
διατροφή του υπήρχαν λίγα αγαθά.
Οι καιροί όμως αλλάζουν και μαζί αλλάζει και ο τρόπος εορτασμού της
αποκριάς τόσο στα χωριά όσο και στις
πόλεις. Το πράο βόδι του
γερο-Νικόλα που, στα
μέσα του προηγούμενου αιώνα,
κουβάλαγε -καθισμένους στην πλάτη του-
μουτζουρωμένους
και αλευρωμένους καρναβαλάδες από τα Παπούλια προς
τα διπλανά
χωριά πέθανε πριν πολλές δεκαετίες. Αλλά και αν ζούσε
δεν θα είχε καμία θέση
στην σημερινή εποχή της ταχύτητας.
Τα πράγματα άλλαξαν και στις πόλεις, μικρές και
μεγάλες,
μέχρι και στην πρωτεύουσα όπου οι αυτοσχέδιες -από ξύλα και άλλα
υλικά της φύσης- γκαμήλες, και το γαϊτανάκι, και ο φασουλής,
αντικαταστάθηκαν από άρματα, από θηρία, από πριγκίπισσες και ιππότες κ.ά.
Όλους αυτούς τους πρωταγωνιστές του προηγούμενο αιώνα, που σκόρπισαν
χαρά και γέλιο, που άλλους γνωρίσαμε και άλλους όχι και που δεν είχαμε
φωτογραφικές μηχανές να τους αποτυπώσουμε, δεν μπορούμε πλέον
να τους δούμε.
Μας τους θυμίζει όμως ένας μεγάλος ποιητής
με στίχους που αφιέρωσε σε έναν
μουντζούρη του καρναβαλιού.
“Ο Βαγγελάρας ήταν άρρωστος ο γέρο γκαμηλιέρης,
που να τον ξέρεις;
Πάντα μουντζούρης έβγαινε με κόκκινο γελέκι.
Μπρος η γκαμήλα πίσω αυτός βαρώντας ντουμπερλέκι
και τραγουδώντας στα φτωχά της γειτονιάς στενά
σιναϊνά-σιναϊνά.
Κι είπε, αν
πεθάνει ένα πρωϊ κι αν είν'αποκριά
να μην τον θάψουν μακρυά.
Μουντζούρη να τον βάλουνε απάνω σε δυο ξύλα
ν'ακολουθήσει ο Φασουλής το Γαϊτανάκι η Γκαμήλα.
Να πει τον επικήδειο κι ο ποιητής του κάρου
για να χαρεί αποκριά και η καρδιά του χάρου.
Κι ο Βαγγελάρας πέθανε, κι οι φίλοι τόνε κλάψανε
μ'αληθινό τους δάκρυ.
Μουντζούρη τόνε πήγανε μουντζούρη τόνε θάψανε
κι εγράψανε στην άκρη.
Εδώ κοιμάται ήσυχα ένας μεγάλος φουκαράς
που η δουλειά του ήτανε να είναι μασκαράς.
Μια φορά το χρόνο... Μόνο.”
Ο ποιητής
που το έγραψε είναι ο Τίμος Μωραϊτίνης.
Αθήνα 13- Μαρτίου-2016
Κωνσταντίνα Π. Λεβέντη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου